Πού ποντάρουν όσοι αγοράζουν μετοχές στο χρηματιστήριο

Οι μεγάλες προκλήσεις για την οικονομία και την αγορά και οι πέντε λόγοι που συντηρούν μια -μακροπρόθεσμη- αισιοδοξία. Πώς διαβάζουν οι αναλυτές την επόμενη μέρα της πανδημίας και τι προεξοφλεί τώρα το ταμπλό του Χρηματιστηρίου.

Πού ποντάρουν όσοι αγοράζουν μετοχές στο χρηματιστήριο

Υπάρχουν δύο σημαντικοί λόγοι που κάνουν ορισμένους επενδυτές να αισιοδοξούν μεσοπρόθεσμα για την πορεία των τιμών των ελληνικών μετοχών. Πρώτον, το γεγονός ότι οι συνθήκες της τρέχουσας κρίσης είναι ευνοϊκότερες σε σχέση με το τοξικό περιβάλλον που υπήρχε την προηγούμενη δεκαετία. Και δεύτερον, δεκάδες δισ. ευρώ είναι διαθέσιμα μέσα στα επόμενα χρόνια προκειμένου η Ελλάδα να υλοποιήσει επενδύσεις υποδομής και να βελτιώσει δραστικά την παραγωγικότητά της.

Άλλωστε, λένε οι ίδιοι, το ότι φέτος αναμένεται υποχώρηση του ΑΕΠ κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες έχει ήδη λίγο-πολύ προεξοφληθεί στο ταμπλό του Χ.Α., καθώς ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται 26% χαμηλότερα από το επίπεδο της 20ής Φεβρουαρίου, με τους τραπεζικούς τίτλους να έχουν υποχωρήσει κατά 55% την ίδια χρονική περίοδο.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, πολλοί αναλυτές εκφράζουν τις έντονες ανησυχίες τους για το οικονομικό - επενδυτικό μείγμα που θα προκύψει μετά την πανδημία: κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά υπερχρεωμένα, την ίδια ώρα που τα επιτόκια είναι μηδενικά, επειδή οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν εδώ και χρόνια να φουσκώνουν τις οικονομίες τυπώνοντας χρήμα. Και όλα αυτά σε ένα… ζόρικο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, με τις αμερικανικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου να πλησιάζουν σε τεταμένο κλίμα.

Με τον Γενικό Δείκτη του Χ.Α. να έχει ανακτήσει μέρος των μεγάλων απωλειών που κατέγραψε μετά την εκδήλωση της πανδημίας στη χώρα, έχει ξεκινήσει ένας διάλογος για το πώς συγκρίνεται η τρέχουσα οικονομική κρίση με αυτή της περιόδου 2009-2017 και για το αν και κατά πόσο η σημερινή περίοδος είναι καλύτερη ή χειρότερη από εκείνη του 2010, του 2012 ή των πρώτων μηνών του 2015. Και, προφανώς, οι συγκρίσεις αυτές επιχειρούνται προκειμένου να εξαχθούν πιθανά συμπεράσματα για το ποια κατεύθυνση θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μελλοντικά οι τιμές των μετοχών του Χ.Α.

Γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει την ταχεία και έντονη πτώση των τιμών στο Χ.Α. από τις 20 Φεβρουαρίου έως και τα μέσα Μαρτίου (ο Γενικός Δείκτης ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου να κατρακυλά λόγω της μετάδοσης του κορωνοϊού στην Ευρώπη από τις 920 μονάδες φτάνοντας στις 492 τη 17η Μαρτίου) υποστηρίζει:

«Η γενική αντίληψη των πραγμάτων μεταξύ των οικονομικών κύκλων εξελισσόταν ιδιαιτέρως δυσμενώς κατά το δίμηνο Φεβρουαρίου-Μαρτίου και το περιβάλλον θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τοξικό. Πολλοί προέβλεπαν ότι η υποχώρηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ θα μπορούσε να είναι ίση ή και μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της περιόδου 2009-2012 (μετά δηλαδή το λουκέτο της Lehman Brothers) στην Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα άφηναν περιθώρια για ένα νέο -15% στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της. Και αλήθεια είναι πως δεν έπεσαν έξω. Από τότε μέχρι σήμερα, τα ευρωπαϊκά κράτη, το ένα μετά το άλλο, αναθεωρούν συνεχώς προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για τη φετινή τους πορεία, με τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών κ. Χρήστο Σταϊκούρα να μιλά για το δυσμενές σενάριο του -13,2% και για ένα πιο ρεαλιστικό του -8% (λόγω των προβλεπόμενων μέτρων στήριξης).

Υπήρξαν όμως και άλλες δύο εξελίξεις που επηρέασαν αρνητικά τους οικονομικούς αναλυτές. Πρώτον, το ότι η τρέχουσα κρίση θεωρήθηκε περισσότερο σύνθετη και δυσεπίλυτη σε σχέση με αυτή του 2008, γιατί παρουσιάζονταν ταυτόχρονα προβλήματα τόσο στην προσφορά, όσο και στη ζήτηση. Και δεύτερον, γιατί οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας ήρθαν σε μια περίοδο που οι κεντρικές τράπεζες είχαν ήδη εφαρμόσει έντονες επεκτατικές νομισματικές πολιτικές -έχοντας καθηλώσει τα επιτόκια σε αρνητικά ή έστω οριακά επίπεδα- οπότε πολύ λίγα πράγματα θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη στήριξη της οικονομίας».

Η αντίδραση

Αν όμως όλα αυτά εξηγούν την κάθετη πτώση των τιμών των μετοχών από τις 20 Φεβρουαρίου έως και τα μέσα Μαρτίου, ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που συνέβαλαν έτσι ώστε από τότε μέχρι σήμερα ο Γενικός Δείκτης να έχει ανακτήσει ένα αξιοσημείωτο ποσοστό των απωλειών του, προσεγγίζοντας πλέον τις 675 μονάδες;

Σύμφωνα με αισιόδοξους χρηματιστηριακούς αναλυτές, αφενός η αγορά πλέον νομίζει ότι μπορεί να εκτιμήσει το ανώτατο όριο της ύφεσης, αφετέρου, λόγω μιας σειράς παραγόντων, εκτιμάται ότι η τρέχουσα κρίση θα είναι πολύ συντομότερη και με μικρότερες παρενέργειες στον οικονομικό ιστό της χώρας.

Σήμερα, περίπου 3,5 μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, πολλά πράγματα έχουν εξελιχθεί αρκετά καλύτερα σε σχέση με τους προϋπάρχοντες αρχικούς φόβους, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Συγκρίνοντας μάλιστα τα πράγματα, εύκολα διαπιστώνει κάποιος πως η ελληνική πλευρά βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση π.χ. με 2012 ή με το 2015, καθώς:

  1. Η κρίση, εκτιμούν οι αισιόδοξοι, έχει σήμερα προβλέψιμο σε γενικές γραμμές μέγεθος (π.χ. έως 13% στην Ελλάδα) και περιορισμένο χρονικό ορίζοντα (έως και τα τέλη του έτους). Αντίθετα, ούτε το 2009 ούτε το 2012, αλλά ούτε και το 2015 η αγορά μπορούσε να προβλέψει με σχετική ασφάλεια το πότε η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ξαναμπεί σε τροχιά ανάκαμψης.
  2. Τόσο το 2012 όσο και το 2015 είχαν παρατηρηθεί έντονες εκροές καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, οι οποίες είχαν διοχετευθεί μαζικά είτε στο εξωτερικό είτε στα… στρώματα. Η εξέλιξη αυτή είχε δηλητηριάσει το σύνολο της οικονομίας, εκτινάσσοντας τόσο το κόστος του χρήματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, όσο και τον ίδιο τον κίνδυνο της χώρας. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι τραπεζικές καταθέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ τα επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών ακολουθούν τη γνωστή πλαγιοπτωτική πορεία της τελευταίας διετίας.
  3. Σε αντίθεση με το 2012 και το 2015, η τρέχουσα απόδοση (yield) των δεκαετών κρατικών ομολόγων κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα (μόλις γύρω στο 1,5%) γεγονός που πριμοδοτεί τις αποτιμήσεις των μετοχών από τους Έλληνες και ξένους αναλυτές. Θυμίζουμε ότι τα yields των κρατικών ομολόγων κατά το 2012 και το 2015 ήταν διψήφια…
  4. Το 2012 και το 2015 οι ελληνικές επιχειρήσεις αγωνίζονταν να πείσουν τους ξένους πελάτες τους ότι θα μπορέσουν τελικά παραδώσουν εμπορεύματα και γενικά να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Σήμερα όχι μόνο δεν παρατηρείται σχετικό πρόβλημα, αλλά επιπλέον εκτιμάται από τους ξένους το γεγονός ότι οι ελληνικές εταιρείες (λόγω και της γενικότερα επιτυχημένης υγειονομικής διαχείρισης) έμειναν όρθιες κατά τη διάρκεια της πανδημίας εξυπηρετώντας το σύνολο των πελατών τους.
  5. Ακόμη μια πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ του 2012 και του 2020 είναι πως τότε η Ελλάδα ήταν… στεγνή από επενδύσεις, ενώ κατά τα επόμενα χρόνια η χώρα καλείται: α) Να απορροφήσει το 70% του «παλαιού» ΕΣΠΑ (αυτού που θεωρητικά λήγει φέτος), β) Να αρχίσει να αντλεί κεφάλαια από το νέο ΕΣΠΑ που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού και της οργάνωσης, γ) Να προσελκύσει ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα 32 δισ. ευρώ που φαίνεται ότι θα περιλαμβάνει το νέο Πρόγραμμα Ανάπτυξης.

Κλίμα αβεβαιότητας

Όπως προαναφέρθηκε, το ότι φέτος αναμένεται υποχώρηση του ΑΕΠ κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, έχει ήδη λίγο-πολύ προεξοφληθεί στο ταμπλό του Χ.Α., όπου ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται 26% χαμηλότερα από το επίπεδο της 20ης Φεβρουαρίου, με τους τραπεζικούς τίτλους να έχουν υποχωρήσει κατά 55% μέσα στην ίδια χρονική περίοδο.

Ωστόσο, πολλοί αναλυτές εκφράζουν τις έντονες ανησυχίες τους για το οικονομικό-επενδυτικό μείγμα που θα προκύψει μετά την πανδημία: κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά υπερχρεωμένα, την ίδια ώρα που τα επιτόκια είναι μηδενικά, επειδή οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν εδώ και χρόνια να φουσκώνουν τις οικονομίες τυπώνοντας χρήμα. Και όλα αυτά σε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και ασταθές διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον.

Η αρχή του 2021 θα βρει την Ελλάδα με δείκτη χρέους ακόμα και στο 200% του ΑΕΠ, όταν η Ιταλία θα βρίσκεται στο 160% και η (θεωρούμενη ασφαλής) Γερμανία στο 100%. Οι επιδόσεις αυτές δεν μπορούν να συγκριθούν με το όριο του 60% που προέβλεπε η συνθήκη του Μάαστριχτ.

Το γεγονός ότι σε ένα υπερδανεισμένο περιβάλλον, τα επιτόκια συνεχίζουν να είναι μηδενικά οφείλεται στις πολιτικές «φουσκώματος» των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες μάλιστα είχαν ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν από την εκδήλωση της πανδημίας και οι αναλυτών απορούν για το πότε, ποιοι και με ποιους τρόπους θα πληρώσουν τελικά τον λογαριασμό.

Οι φόβοι των αναλυτών εντείνονται ακόμη περισσότερο, όταν συνεκτιμούν το εκρηκτικό γεωπολιτικό περιβάλλον (π.χ. εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ με Κίνα και Ευρώπη) ή ακόμη όταν δεν μπορούν να διαβάσουν την επόμενη μέρα στην παγκόσμια σκηνή, ιδίως μετά τις αμερικανικές εκλογές τον προσεχή Νοέμβριο.

Πηγή: www.Euro2day.gr

Asset Μanagement

VIDEO Επιλεγμένο Video