ΧΑ: «Αναβολή στο παρά πέντε» για τις Δημόσιες Προτάσεις
Σε νέα αναβολή οδηγείται η αλλαγή του πλαισίου για τις Δημόσιες Προτάσεις παρά τις πιέσεις της επενδυτικής κοινότητας για αλλαγές στα όσα προέβλεπε ο νόμος Αλογοσκούφη. Δυσφορία από την πλευρά των μικροεπενδυτών.
Την έντονη δυσφορία τους εκφράζουν παράγοντες της χρηματιστηριακής κοινότητας για τη νέα αναβολή που φαίνεται να παίρνει το ζήτημα της συνολικής τροποποίησης του νόμου περί δημοσίων προτάσεων, καθώς λέγεται πως με τον «εξωδικαστικό συμβιβασμό» θα προωθηθεί μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα του όλου θέματος.
Έτσι, ενώ είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι το όλο ζήτημα θα ρυθμιζόταν νομοθετικά μέσα στον Απρίλιο, (παράλληλα με τα μέτρα που θα προχωρούσαν πριν από τη συνολική συμφωνία με τους δανειστές), οι τελευταίες πληροφορίες είναι αποκαρδιωτικές, καθώς φέρουν την όλη υπόθεση να μπαίνει… στις ελληνικές καλένδες, ή αλλιώς «εξετάζεται, έτσι ώστε να προωθηθεί σε μελλοντικό νομοσχέδιο».
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πρώτον, σύσσωμη η επενδυτική κοινότητα έχει κατανοήσει από την προηγούμενη κιόλας δεκαετία τα μεγάλα κενά του «νόμου Αλογοσκούφη» περί δημόσιων προτάσεων, τα οποία όχι μόνο είχαν ως αποτέλεσμα τη μαζική εκροή εισηγμένων εταιρειών από το ΧΑ, αλλά και -πολλές φορές- κατέστησαν τους μετόχους μειοψηφίας θύματα των ορέξεων των ιδιοκτητών των εταιρειών.
Πλήθος καταγγελιών υπήρξαν από μικρομετόχους για «εξαπάτηση με το γράμμα του νόμου», καθώς και για «Πολιτεία που διευκολύνει το έργο ορισμένων επιτηδείων σε βάρος των υπολοίπων».
Δεύτερον, παρά την καθολική αντίδραση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μόλις κατά το τελευταίο 18μηνο αποφάσισε να χειριστεί δυναμικότερα την όλη κατάσταση και να συντάξει επιτροπή που να μελετήσει το όλο θέμα και να προτείνει τη σχετική νομοθετική αλλαγή στο Υπουργείο Οικονομικών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μόνο εισηγητικό ρόλο έχει, καθώς απαιτείται η έγκριση των προτάσεών της από τον υπουργό Οικονομικών και εκ των υστέρων η νομοθέτησή τους από τη Βουλή.
Τρίτον, σύμφωνα με πληροφορίες, οι προτεινόμενες αλλαγές προς το Υπουργείο Οικονομικών βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση και σε γενικές γραμμές θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής: Η ελάχιστη τιμή των δημόσιων προτάσεων θα εξακολουθήσει να προκύπτει όπως σήμερα (μέσος σταθμικός όρος εξαμήνου), μόνο εάν:
α) Δεν υπάρχει υπόθεση χειραγώγησης της μετοχής.
β) Έχουν γίνει συναλλαγές τουλάχιστον στο 60% των ημερήσιων συνεδριάσεων του τελευταίου εξαμήνου (έτσι ώστε να αποφευχθούν περιπτώσεις ιδιαίτερα μικρής εμπορευσιμότητας).
γ) Η προσφερόμενη τιμή δεν είναι χαμηλότερη από το 80% της μέσης λογιστικής αξίας (ιδίων κεφαλαίων) της τελευταίας διετίας.
Σε περίπτωση που έστω και μία εκ των τριών προϋποθέσεων δεν ισχύει, τότε η τιμή της δημόσιας πρότασης θα προκύπτει από την αποτίμηση ανεξάρτητου οίκου και δεν θα μπορεί να υπολείπεται της αρχικώς προσφερθείσας τιμής κατά τη δημόσια πρόταση.
Τέταρτον, πεποίθηση της αγοράς ήταν πως το όλο αυτό (βελτιωμένο σε σχέση με το υπάρχον) θεσμικό πλαίσιο, θα ερχόταν άμεσα προς ψήφιση μέσα στον Απρίλιο, καθώς θα περιλαμβανόταν στο ίδιο νομοσχέδιο με τον «εξωδικαστικό συμβιβασμό».
Ωστόσο, τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν πως κύκλοι του Υπουργείου Οικονομικών προσανατολίζονται στο να αφήσουν έξω επί του παρόντος τον «κυρίως κορμό» της αλλαγής του πλαισίου περί δημοσίων προτάσεων και να περάσουν μόνο εκείνο το τμήμα του, που άπτεται του εξωδικαστικού συμβιβασμού (το νομοσχέδιο ήδη οδεύει προς την Ολομέλεια).
Ειδικότερα, λέγεται πως δρομολογείται η ένταξη διάταξης η οποία θα δίνει τη δυνατότητα στους επενδυτές που θα αποκτούν την πλειοψηφία μιας υπό αναδιάρθρωση εταιρείας, να μην είναι υποχρεωμένοι να προχωρήσουν σε δημόσια πρόταση προς τους μετόχους μειοψηφίας.
Το σενάριο αυτό έχει προκαλέσει διαφόρων ειδών αντιδράσεις στο επενδυτικό κοινό για δύο κυρίως λόγους.
Πρώτον, γιατί θα μετατεθεί χρονικά περαιτέρω η διόρθωση ενός θεσμικού ατοπήματος («Νόμος Αλογοσκούφη»). «Αν καθυστερήσουν κι άλλο, δεν θα βρουν εταιρείες στο χρηματιστήριο» υποστηρίζει παράγοντας της αγοράς, ο οποίος συμπληρώνει: «Δυστυχώς, οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών ασχολούνται μόνο με την τρόικα και τις αξιολογήσεις, παραμελώντας να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα της πραγματικής οικονομίας. Και όμως, η αντιμετώπιση των τελευταίων είναι αυτή που θα μας βγάλει ουσιαστικά από την κρίση και όχι οι αυξημένοι φόροι των μνημονίων» και
δεύτερον, γιατί εκφράζονται ενστάσεις για το περιεχόμενο της αλλαγής που δρομολογείται: «Κατανοούμε την ανάγκη του να εξαιρείται από την υποχρεωτική δημόσια πρόταση, ένας επενδυτής που επιχειρεί να διασώσει μια υπερχρεωμένη εταιρεία. Αλλά αυτό θα πρέπει να γίνεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Ναι, να μην υποχρεώνεται σε δημόσια πρόταση, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα έχει υποβάλλει ένα αξιόπιστο business plan, το οποίο θα αποσκοπεί στη συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας.
Αν όμως κριθεί ότι ο νέος επενδυτής θέλει ουσιαστικά να ξεκοκαλίσει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, πουλώντας τα ή εκχωρώντας τα σε τρίτους, τότε γιατί να μην είναι υποχρεωτική η δημόσια πρόταση προς τους μετόχους μειοψηφίας;
Και αυτό γιατί σε μια τέτοια περίπτωση, οι μέτοχοι μειοψηφίας θα είναι έρμαια των διαθέσεων του όποιου επιθετικού fund. Το ζήτημα είναι βέβαια το ποιος θα κρίνει την κατάσταση κατά περίπτωση» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Euro2day.gr από παράγοντα της αγοράς.