ΧΑ: «Αφαντοι» οι… επενδυτές της περιφέρειας
Στις μετοχές του FT 25 το μεγαλύτερο μέρος του τζίρου στο ΧΑ. Τι μπορεί να σηματοδοτούν οι πολύ χαμηλοί όγκοι συναλλαγών στις εταιρείες της μικρής κεφαλαιοποίησης. Πού ποντάρουν οι «εγκλωβισμένοι» και οι «υπομονετικοί» μέτοχοι μειοψηφίας.
Έντονος προβληματισμός επικρατεί στη χρηματιστηριακή αγορά, καθώς πάνω από το 90% της συνολικής ρευστότητας του ΧΑ επικεντρώνεται στις 25 μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης του FTSE/ATHEX Large Cap, παρά το γεγονός μάλιστα ότι ο συγκεκριμένος δείκτης έχει υποαποδώσει έναντι των μεσαίων και των μικρών «χαρτιών» του ταμπλό.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΧΑΕ, οι μετοχές του FTSE/ATHEX Large Cap ήταν υπεύθυνες για το 89,3% των συναλλαγών το έτος 2010, για το 89,1% το 2011, για το 91,2% το 2012, για το 85,3% το 2013, για το 87,9% το 2014, για το 95,8% το 2014 και για πάνω από το 96% το 2016.
Οι παρενέργειες είναι εντονότατες, καθώς αυτή η μεγάλη συγκέντρωση στα blue chips συνοδεύεται και από έναν ιδιαίτερα χαμηλό συνολικό όγκο συναλλαγών (κάτω των 50 εκατ. ευρώ ημερησίως), με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές δεκάδες μετοχές με ασήμαντη εμπορευσιμότητα.
«Μιλάμε για ένα χρηματιστήριο 30 μετοχών, σε μια οικονομία που αιμορραγεί. Δεν είναι τυχαίο που σοβαρές επιχειρήσεις όπως η Kleeman και τα Μάρμαρα Κυριακίδη εγκαταλείπουν το ΧΑ και φυσικά υπάρχουν αρκετές ακόμη που σκέφτονται να ακολουθήσουν» υποστηρίζει διευθύνων σύμβουλος αναπτυσσόμενης περιφερειακής εταιρείας, αναρωτώμενος: «Τι νόημα έχει μια δυναμική επιχείρηση να βρίσκεται εντός ΧΑ, από τη στιγμή που υπάρχουν διαθέσιμα funds έτοιμα να επενδύσουν σ’ αυτήν πολύ πιο εύκολα και πολύ πιο γρήγορα;».
Αν οι ξένοι συμμετέχουν με 60% στο συνολικό όγκο των συναλλαγών του ΧΑ και επικεντρώνονται σε 10-20 blue chips, είναι προφανές το πόσο μικρό ποσοστό του συνολικού τζίρου μπορούν να διεκδικούν οι τίτλοι χαμηλής κεφαλαιοποίησης, ιδίως όταν γύρω στα μισά ελληνικά νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και εφορία. Το μόνο βέβαιο είναι πως η κατάσταση αυτή θα πάρει πολύ χρόνο για να αλλάξει.
Πρόεδρος εισηγμένης εταιρείας μικρής κεφαλαιοποίησης όταν ρωτήθηκε σχετικά από το Euro2day.gr απάντησε: «Εμείς έχουμε γύρω στους 3.000 μικρομετόχους. Από αυτούς μόλις 4-5 έρχονται στη γενική συνέλευση και μόνο γύρω στους 10-20 τηλεφωνούν κάθε χρόνο για να ρωτήσουν κάτι. Οι υπόλοιποι αντιλαμβανόμαστε ότι… ζουν, επειδή εισπράττουν τα μερίσματα και τις επιστροφές κεφαλαίου που διανέμουμε».
Αναμφίβολα, η πλειονότητα των επενδυτών της χαμηλής κεφαλαιοποίησης αισθάνεται εγκλωβισμένη εδώ και χρόνια, καταγράφοντας αρνητικές υπεραξίες και κινδυνεύοντας από την επιδρομή των δημόσιων προτάσεων.
Από την άλλη πλευρά όμως, δεν λείπουν και εκείνοι που επιμένουν στα small caps, προσδοκώντας υψηλές αποδόσεις σε βάθος πενταετίας ή ακόμη και δεκαετίας. «Είναι σαν την αγορά ενός οικοπέδου που βρίσκεται εκτός σχεδίου. Το αποκτάς φτηνά και περιμένεις πότε θα ενταχθεί στο σχέδιο. Άλλωστε κατά την τελευταία τριετία, τα “μικρά” χαρτιά έχουν υπεραποδώσει έναντι του Γενικού Δείκτη και ιδιαίτερα έναντι των τραπεζών.
Το ίδιο συνέβη και με τα Μετοχικά Α/Κ που εστιάζουν στη μικρομεσαία κεφαλαιοποίηση» ειπώθηκε χαρακτηριστικά.
Απέχουν και οι… πωλητές
«Υπάρχουν τρεις εξελίξεις που φαίνεται να μην σχετίζονται καθόλου μεταξύ τους, αλλά πολύ πιθανόν να μας οδηγούν σε μια χρήσιμη παράμετρο για τις μετοχές της χαμηλής κεφαλαιοποίησης» υποστηρίζει παράγοντας της αγοράς, ο οποίος στη συνέχεια γίνεται περισσότερο αναλυτικός:
Πρώτον, το 2016 συνεχίστηκε για τρίτη ή τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, η μείωση στις ακυρώσεις των συνταξιοδοτικών-επενδυτικών ασφαλιστικών συμβολαίων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος.
Δεύτερον, τα καταστήματα που αγόραζαν κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και είχαν γνωρίσει ραγδαία ανάπτυξη κατά τα πρώτα τέσσερα-πέντε χρόνια της οικονομικής κρίσης, τώρα αρχίζουν να κλείνουν και
τρίτον, η προσφορά «περιφερειακών» μετοχών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει περιοριστεί σημαντικά.
Ποιο είναι το κοινό σημείο των τριών προαναφερόμενων γεγονότων; Ότι, από την έναρξη της οικονομικής κρίσης υπήρξαν πολλά νοικοκυριά που βρέθηκαν με μεγάλες υποχρεώσεις στις οποίες δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Πολλοί από τους συμπολίτες μας πούλησαν τα κοσμήματά τους για να πληρώσουν ακάλυπτες επιταγές και δόσεις στις πιστωτικές τους κάρτες, ενώ κάποιοι άλλοι ρευστοποίησαν τα συνταξιοδοτικά-ασφαλιστικά τους συμβόλαια (εισπράττοντας ποσά πολύ μικρότερα από τα «εγγυημένα») προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές των παιδιών τους, ή απλά… για να πάνε στο super market.
Κάτι αντίστοιχο έγινε και με τις μετοχές. Όσοι επενδυτές είχαν «ξεχασμένες» μετοχές κυρίως από την εποχή της φούσκας του 1999 και βρέθηκαν σε οικονομική ανάγκη, τις ξέθαψαν από το… ηλεκτρονικό τους ντουλάπι και τις ρευστοποίησαν. Αυτό φυσικά δεν επιβάρυνε τόσο πολύ τις μετοχές των εταιρειών στις οποίες συνηθίζουν να τοποθετούνται οι ξένοι, όσο κυρίως τις περιφερειακές μετοχές του ΧΑ, που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζονταν παραδοσιακά για την περιορισμένη εμπορευσιμότητά τους.
Το ζήτημα ωστόσο είναι ότι το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού που βρέθηκε σε οικονομική ανάγκη, όποιο κινητό περιουσιακό του στοιχείο μπορούσε να πουλήσει, το έχει ήδη εκποιήσει, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σήμερα η υψηλή «επικρεμάμενη προσφορά» του παρελθόντος, ή έστω να έχει περιοριστεί δραστικά.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, «αυτή την περίοδο, οι μετοχές της περιφέρειας δεν ανεβαίνουν λόγω έλλειψης αγοραστών και όχι εξ’ αιτίας της ύπαρξης πωλητών. Οι βασικοί μέτοχοι δεν ρευστοποιούν, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των μικρομετόχων δείχνει αδιάφορη να πουλήσει στα τρέχοντα επίπεδα αποτιμήσεων, ενδεχομένως γιατί έχει πολύ υψηλότερο μέσο κόστος κτήσης».
Η ουσία είναι πως υπάρχουν μετοχές χαμηλής κεφαλαιοποίησης που είναι πράγματι υποτιμημένες και που θα μπορούσαν να ανεβούν σημαντικά, στο βαθμό που ομαλοποιηθεί η κατάσταση στην οικονομία και επανέλθει ως ένα βαθμό το επενδυτικό ενδιαφέρον στο ΧΑ, υποστηρίζεται από όσους τολμούν να επιμένουν στην… περιφέρεια.