Γιατί «αρέσει» η Ελλάδα σε ξένα funds και οίκους αξιολόγησης
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ξένων παραμένει ο τραπεζικός κλάδος. Το επενδυτικό story, οι αποτιμήσεις και οι κινήσεις στο ταμπλό. Πώς διαμορφώνεται η εικόνα για το 2026.
Το τελευταίο διάστημα, μια σειρά αναλύσεων και αξιολογήσεων από διεθνείς φορείς διαμορφώνει ένα αξιοσημείωτα συνεκτικό αφήγημα για την Ελλάδα του 2026. Η χώρα, μετά από μια δεκαπενταετία έντονων αναταράξεων, επανατοποθετείται στον διεθνή επενδυτικό χάρτη ως μια μικρή αλλά σταθερή ιστορία ανάπτυξης, δημοσιονομικής εξυγίανσης και αναβαθμισμένων προοπτικών.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι εκτιμήσεις που δημοσιεύονται πλέον δεν περιορίζονται σε επιμέρους επιτυχίες, αλλά σκιαγραφούν μια συνολική μετατόπιση της οικονομίας σε πιο «ώριμη» φάση, με καλύτερη βαθμολογία, θετικές προοπτικές και ενεργές τοποθετήσεις από διεθνή κεφάλαια.
Σε επίπεδο αγορών, καταγράφεται μια αυξανόμενη αντίληψη ότι η Ελλάδα αποτελεί ελκυστική περίπτωση για όσους αναζητούν οικονομίες με ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και αποτιμήσεις που παραμένουν σχετικά ελκυστικές.
Το 2026 προβλέπεται χρονιά σταδιακής επιβράδυνσης για την παγκόσμια οικονομία, αλλά αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι η χώρα μας θα κινηθεί αντίθετα από τη γενική τάση: με αύξηση ΑΕΠ γύρω στο 2%-2,4%, σταθερό πληθωρισμό κοντά στον στόχο και δημοσιονομικό μονοπάτι που επιβεβαιώνει τη σύνεση της τελευταίας πενταετίας.
Οι αποτιμήσεις της αγοράς χαρακτηρίζονται ως «ελκυστικές έναντι Ευρώπης», ειδικά στον τραπεζικό κλάδο, όπου ο λόγος τιμής προς κέρδη παραμένει χαμηλότερος από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παράλληλα, η χώρα εξακολουθεί να επωφελείται από έναν κύκλο μεγάλων επενδύσεων σε υποδομές, ενέργεια και ψηφιακή αναβάθμιση, οι οποίες συνεχίζουν να λειτουργούν ως καταλύτες για πολλούς ξένους διαχειριστές κεφαλαίων.
Tα διεθνή κεφάλαια
Τα στοιχεία για τις καθαρές τοποθετήσεις των επενδυτικών funds αποτυπώνουν μια πραγματικότητα: η Ελλάδα καταγράφει ενεργή εικόνα overweight, σε αντίθεση με πολλές άλλες αγορές της περιφέρειας, που παρουσιάζουν ουδέτερο ή αρνητικό προφίλ. Αυτό σημαίνει ότι τα διεθνή χαρτοφυλάκια δεν περιορίζονται σε παθητική παρακολούθηση της αγοράς, αλλά τοποθετούνται πέραν του βάρους που έχει η χώρα στους μεγάλους δείκτες.
Η συμπεριφορά αυτή συνδέεται με δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, η αγορά διατηρεί ακόμη «discount» σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές, δίνοντας περιθώριο αποδόσεων σε επενδυτές που έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Δεύτερον, η σταδιακή αναβάθμιση της χώρας έχει μειώσει το αντιλαμβανόμενο ρίσκο, επιτρέποντας πιο διαρθρωτικές τοποθετήσεις, ιδιαίτερα στον τραπεζικό κλάδο. Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται συστηματικά στις λίστες με τις πιο δημοφιλείς επιλογές των διεθνών GEM funds, καθώς θεωρείται ότι ενσωματώνουν με το μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Σε πολλές από τις πρόσφατες έρευνες επενδυτικού κλίματος, η χώρα εμφανίζεται ανάμεσα στις κορυφαίες τοποθετήσεις των emerging market funds, μαζί με οικονομίες που προσελκύουν κεφάλαια λόγω ενεργειακής μετάβασης ή μεταρρυθμιστικής δυναμικής. Ειδικά για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, η αυξημένη διεθνής συμμετοχή στα μετοχολόγια αποτελεί ένδειξη εμπιστοσύνης στην ποιότητα ενεργητικού, στις κεφαλαιακές βάσεις και στη συνεχιζόμενη κερδοφορία, υποστηρίζουν αναλυτές.

Το χρέος
Ίσως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο των νέων αναλύσεων είναι η στροφή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το ελληνικό δημόσιο χρέος. Αν και το επίπεδό του παραμένει υψηλό, η δυναμική του θεωρείται πλέον από τις καλύτερες διεθνώς. Το κόστος εξυπηρέτησης διατηρείται χαμηλό, η διάρθρωσή του είναι εξαιρετικά ευνοϊκή, ενώ η ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα μειώνουν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ με ταχύ ρυθμό.
Το 2026 αναμένεται νέα υποχώρηση του λόγου χρέους κατά 4-5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις νέες εκτιμήσεις οίκων αξιολόγησης. Η εικόνα αυτή, σε συνδυασμό με την ορατή σταθερότητα στο δημοσιονομικό σκέλος, αποτελεί βασικό λόγο για τον οποίο η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον στις οικονομίες που καταγράφουν καθαρή βελτίωση του πιστωτικού τους προφίλ, παρά το διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι νέες εκθέσεις αξιολογούν τη χώρα ως μία από τις ελάχιστες της Ευρώπης που θα παρουσιάσουν ουσιαστική αποκλιμάκωση χρέους τόσο το 2026 όσο και το 2027, την ίδια στιγμή που οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες θα κινηθούν σταθεροποιητικά ή με μικρά ελλείμματα λόγω αυξημένων δημοσιονομικών πιέσεων.

Η αναβάθμιση
Η πρόσφατη αναβάθμιση της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα από τη Fitch έχει άμεσο αντίκτυπο τόσο στις αποδόσεις των ομολόγων όσο και στο κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των τραπεζών. Η κίνηση αυτή εντάσσεται σε ένα μοτίβο «αναβάθμισης εμπιστοσύνης» που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς η χώρα περνά από το στάδιο της αποκατάστασης στο στάδιο της σταθερής πιστοληπτικής ωρίμανσης.
Οι νέες αξιολογήσεις επισημαίνουν ότι η Ελλάδα έχει ενισχύσει σημαντικά τη θέση της μέσω της σταθερής δημοσιονομικής διαχείρισης, των υψηλών φορολογικών εσόδων που προκύπτουν από βελτιωμένη συμμόρφωση και της δυνατότητας δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων ακόμη και σε περιόδους αυξημένης ονομαστικής δαπάνης. Σε συνδυασμό με το επενδυτικό πρόγραμμα που τροφοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης, η αξιολόγηση αναγνωρίζει ότι η οικονομία έχει πλέον μεταβεί σε μια πιο ανθεκτική δομή.
Οι τράπεζες
Αν υπάρχει ένας κλάδος που συμπυκνώνει το επενδυτικό αφήγημα της Ελλάδας για το 2026, είναι ο τραπεζικός. Οι αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι η αναβάθμιση της χώρας βελτιώνει αυτόματα το προφίλ κινδύνου των τραπεζών, λόγω της μεγάλης έκθεσής τους στα ελληνικά κρατικά ομόλογα και της μείωσης του spread. Παράλληλα, καταγράφεται ισχυρή κερδοφορία, υψηλές αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων και αύξηση της χορήγησης δανείων, ενώ η σταθεροποίηση των επιτοκίων διευκολύνει την προβλεψιμότητα των αποτελεσμάτων.
Η ποιότητα ενεργητικού εμφανίζεται στο καλύτερο σημείο της τελευταίας δεκαετίας, με περιορισμένες νέες καθυστερήσεις και θετική συμβολή από τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτός τραπεζικού συστήματος. Οι οίκοι αξιολόγησης σημειώνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν υγιείς κεφαλαιακές βάσεις και έχουν περιθώριο περαιτέρω ενίσχυσης της θέσης τους μέσα στο 2026, ενώ η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων στο μετοχικό τους κεφάλαιο λειτουργεί ως πρόσθετο σήμα εμπιστοσύνης.
Οι νέες αναλυτικές εκθέσεις, παρότι προέρχονται από διαφορετικούς φορείς, καταλήγουν σε κοινό συμπέρασμα: η Ελλάδα βρίσκεται σε μια από τις πιο θετικές τροχιές των τελευταίων ετών. Το 2026 προδιαγράφεται ως έτος σταθερής ανάπτυξης, με αισθητή βελτίωση του λόγου χρέους, διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, ενισχυμένες θέσεις για τις τράπεζες και συνεχή εισροή κεφαλαίων από διεθνείς επενδυτές που αναζητούν ευνοϊκό συνδυασμό αποδόσεων και σταθερότητας.
Παρά τους υπαρκτούς κινδύνους, όπως το υψηλό εξωτερικό έλλειμμα, οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και η ανάγκη συνέχισης των μεταρρυθμίσεων, το συνολικό αφήγημα δείχνει πλέον μια οικονομία που έχει αποκτήσει αξιοπιστία και σταθερότητα, σε βαθμό που επιτρέπει στους διεθνείς αναλυτές να τη βλέπουν όχι ως «ειδική περίπτωση» αλλά ως κανονικό μέλος της ευρωπαϊκής επενδυτικής σκηνής.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα του 2026 δεν είναι πια μια αγορά που «παρακολουθούν» οι οίκοι, αλλά μια αγορά στην οποία τοποθετούνται ενεργά. Και αυτό από μόνο του αποτελεί την πιο ισχυρή ένδειξη ότι η χώρα έχει μπει σε μια νέα φάση, με προοπτική που φαίνεται να επεκτείνεται και πέρα από τον επόμενο χρόνο. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν η αναβάθμιση της εγχώριας αγοράς σε αναπτυγμένη το 2026 θα έχει θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο.
