Eurobank: Η κτηματαγορά βλάπτει σοβαρά την... κατανάλωση
Η Eurobank εκτιμά ότι η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης περνά μέσα από την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος αλλά και των τιμών των διαμερισμάτων. Τα στατιστικά στοιχεία.
Η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η πτώση της αξίας των διαμερισμάτων μπορούν να αποτελέσουν σημαντικούς φραγμούς για την ανάκαμψη της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης, αναφέρει η Eurobank στο «7 ημέρες οικονομία».Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank η κατανάλωση είναι θετική συνάρτηση τόσο του διαθέσιμου εισοδήματος όσο και του συνολικού πλούτου (χρηματοοικονομικού, π.χ. μετοχές, φυσικού, π.χ. παρούσα αξία μελλοντικών εισοδημάτων από εργασία) των νοικοκυριών.
Στην ελληνική οικονομία, το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης (84,8% και 64% για την Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 (ΕΕ-15) μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την αξία των διαμερισμάτων ή των κατοικιών ως ένα πολύ σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα του συνολικού πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών. Συνεπώς, η συνεχής πτώση των τιμών των διαμερισμάτων δύναται να επηρεάσει αρνητικά την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη.
Η πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων συνοδεύτηκαν από μια εξίσου σημαντική μείωση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης.
Πιο συγκεκριμένα, από το 2ο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το 2ο τρίμηνο του 2014, η συσσωρευμένη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν της τάξης του 21,36%, του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ήταν της τάξης του 28,73% και των τιμών των διαμερισμάτων ήταν της τάξης του 35,84%.
Επιπρόσθετα, ο συντελεστής συσχέτισης (δείγμα: 2007q1-2014q2) ανάμεσα στον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης και στον αντίστοιχο ρυθμό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των τιμών των διαμερισμάτων λαμβάνει την τιμή +0,76 και +0,82 αντίστοιχα.
Μέσω της παρουσίασης των συγκεκριμένων στοιχείων καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων δημιουργούν αρνητικές δυνάμεις για την σταδιακή ανάκαμψη και σταθεροποίηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης, τονίζει η Eurobank.
Η κατανάλωση, εξαιτίας του υψηλού μεριδίου που κατέχει στο σύνολο της δαπάνης για εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης (ποσοστιαία μεταβολή του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ)) και ως εκ τούτου η επιβράδυνσή της ανακόπτει την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας η ελληνική οικονομία για το 2015 κατέχει την 61η θέση (δείγμα 189 χωρών) αναφορικά με την «ευκολία του επιχειρείν».
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον συγκεκριμένο δείκτη σαν μια ένδειξη για τον βαθμό προσέλκυσης επενδύσεων τόσο από τον ιδιωτικό εγχώριο τομέα όσο και από τον αντίστοιχο των χωρών της αλλοδαπής. Είναι αναντίρρητα αποδεκτό πως οι επενδυτικές δαπάνες και η «ευκολία του επιχειρείν» συνδέονται θετικά και άμεσα.
Αξίζει να σημειωθεί πως σε σχέση με το 2014 υπήρξε μια βελτίωση κατά +4 θέσεις. Ωστόσο, συγκρίνοντας την επίδοση της ελληνικής οικονομίας με την αντίστοιχη καλύτερη του δείγματος βλέπουμε ότι υπολείπεται κατά 33,3 ποσοστιαίες μονάδες (66,70%).
Στο εν λόγω πεδίο σύγκρισης η βελτίωση ήταν ισχνή, δηλαδή από 64,99% στο 66,70%, τονίζει η Eurobank.
Συρρικνώθηκε το εισόδημα των νοικοκυριών
Σύμφωνα με τα τριμηνιαία στοιχεία των μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών των θεσμικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, το 2ο τρίμηνο του 2014 καταγράφηκε συρρίκνωση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) κατά 4,30% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενο έτους.
Σε νομισματικές αξίες η συγκεκριμένη πτώση αντικατοπτρίζεται σε μια μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 1,38 δις ευρώ (από 32,18 σε 30,80).
Επιπρόσθετα, το 2ο τρίμηνο του 2014 αποτέλεσε το 18 συνεχόμενο τρίμηνο πτώσης (σε ετήσια βάση) του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (2010q1-2014q2).
Ως ενθαρρυντικό στοιχείο μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι από το 4ο τρίμηνο του 2013 και έπειτα έχει σημειωθεί σημαντική επιβράδυνση του ποσοστιαίου ρυθμού πτώσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, ήτοι από -13,95% στο -4,30%.