logoTraders
Εάν επιθυμείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε όλες τις εκδόσεις του περιοδικού TRADERS’, παρακαλώ πατήστε εδώ για να εγγραφείτε δωρεάν

Πώς λειτουργούν τα προιόντα μόχλευσης

Οι συναλλαγές τάσης και η στρατηγική για τα προιόντα μόχλευσης. Oι σημαντικότεροι όροι και οι «τεχνικές».

Πώς λειτουργούν τα προιόντα μόχλευσης

Σας παρουσιάζουμε τη λειτουργία διαφόρων προϊόντων μόχλευσης και σας δείχνουμε τρόπους που μπορείτε να τα χρησιμοποιήσετε στις συναλλαγές. Πάμε σε επιμέρους τύπους προϊόντων και συγκρίνουμε τις συνθήκες διαφορετικών προμηθευτών, σε συνδυασμό με τα πιο σημαντικά στατιστικά στοιχεία της Ένωσης Γερμανικών Παραγώγων για την αγορά προϊόντων μόχλευσης.  Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε την μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης για να μπορούμε να συκγρίνουμε και με την εγχώρια αγορά.

 » Τα προϊόντα μόχλευσης είναι συναρπαστικά εργαλεία για τους επενδυτές, τα οποία μπορούν να μετατρέψουν πολλές επενδυτικές ιδέες σε πράξη. Εκτός από τη χρήση τους για την πραγματοποίηση κερδών, τα εργαλεία αυτά μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση ενός χαρτοφυλακίου. Σε αυτό το άρθρο, ωστόσο, θα περιγράψουμε τη χρήση των προϊόντων στις συναλλαγές τάσης.

Η βασική ιδέα των προϊόντων μόχλευσης είναι απλή: σας επιτρέπουν να συμμετάσχετε, χρησιμοποιώντας ένα συγκριτικά μικρό ποσό κεφαλαίου, στην ανάπτυξη της τιμής ενός υποκείμενου αξιόγραφου. Αυτό το υποκείμενο μπορεί να είναι οτιδήποτε – μια μετοχή, ένας μετοχικός δείκτης, ένα εμπόρευμα κ.ά.

Προκειμένου να επιτευχθεί η μόχλευση με χαμηλές επενδύσεις κεφαλαίου, διάφοροι προμηθευτές πιστοποιητικών (γνωστοί ως εκδότες) προσφέρουν ένα ευρύ φάσμα προϊόντων. Βασικά, υπάρχουν τρεις κατηγορίες: προϊόντα νοκ-άουτ, πιστοποιητικά-παράγοντα (factor-certificates) και warrants. Στον πίνακα 1 μπορείτε να δείτε μια επισκόπηση με τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά.



Μια σύντομη σύγκριση για αρχή, πριν προχωρήσουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τους τύπους των προϊόντων μόχλευσης. Τα προϊόντα νοκ-άουτ λήγουν άνευ αξίας όταν ξεπερνούν ορισμένα όρια τιμών, ενώ τα  warrants υφίστανται μέχρι το τέλος της διάρκειάς τους - ανεξάρτητα από το αν σημειώνουν τιμή άνω ή κάτω του ορίου της τιμής τους. Τα πιστοποιητικά-παράγοντα δεν έχουν ούτε Νοκ-άουτ όριο, ούτε όριο διάρκειας. Η τιμολόγηση των προϊόντων νοκ-άουτ εξαρτάται από το καθορισμένο όριο. Η τιμολόγηση των Warrants είναι περίπλοκη εξαιτίας του παράγοντα της αξίας του χρόνου που περιλαμβάνεται. Η τιμολόγηση των πιστοποιητικών-παράγοντα είναι ουσιαστικά απλή, αλλά σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εκμετάλλευσης έχει δείξει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. 

Ωστόσο, και οι τρεις κατηγορίες προϊόντων έχουν κάτι κοινό: οι επενδυτές δεν μπορούν ποτέ να χάσουν περισσότερο από το κεφάλαιο που επένδυσαν - ακόμη και αν οι τιμές πραγματοποιήσουν ένα τεράστιο κενό overnight και βρεθούν ξαφνικά πολύ πέρα από τα αντίστοιχα όρια τιμών.

Από την άλλη, με τα συμβόλαια επί της διαφοράς (CFD), οι απώλειες θα συμπεριλαμβάνονταν πλήρως. Έτσι, ο επενδυτής φέρει το ρίσκο του κενού (gap), ενώ σε προϊόντα μόχλευσης, ο εκδότης αποδέχεται το ρίσκο και έτσι δεν υπάρχει ρίσκο πέραν του επενδυθέντος κεφαλαίου.


Το διάγραμμα 1 δείχνει ένα ακραίο παράδειγμα του ρίσκου όταν δημιουργούνται κενά (gaps). Πολλοί επενδυτές παρατήρησαν το σκάνδαλο της Volkswagen - και όλοι όσοι είχαν επενδύσει στη μετοχή, το έζησαν από πρώτο χέρι. 

Παρακάτω, θα θέλαμε να παρουσιάσουμε τη λειτουργικότητα επιμέρους προϊόντων - ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για καλύτερη κατανόηση. Για το σκοπό αυτό, παίρνουμε ως υποκείμενο μια μετοχή που, επί του παρόντος, συναλλάσσεται στα 100 ευρώ και ένα λογαριασμό συναλλαγών με κεφάλαιο 10.000 ευρώ. Με βάση την προηγούμενη ανάλυσή μας, υποθέτουμε ότι θα υπάρξουν αυξανόμενες τιμές μέσα στον επόμενο μήνα και θέλουμε να επωφεληθούμε από αυτό, χρησιμοποιώντας προϊόντα μόχλευσης. Επενδύουμε το δύο τοις εκατό του διαθέσιμου κεφαλαίου ανά συναλλαγή, δηλαδή 200 ευρώ. Στο παράδειγμα δεν συμπεριλαμβάνονται τα έξοδα συναλλαγής. Για να αναλύσουμε τα διαφορετικά σενάρια, υποθέτουμε τρία ενδεχόμενα: 1) η μετοχή ανεβαίνει στα 120 ευρώ, 2) παραμένει αμετάβλητη, 3) πέφτει στα 80 ευρώ.

 
Προϊόντα Νοκ-άουτ

Οι εκδότες προσφέρουν ένα μεγάλο αριθμό προϊόντων νοκ-άουτ και υπηρεσιών σε μια ποικιλία υποκείμενων επενδυτικών προϊόντων. Με αυτά μπορείτε να πάρετε θέσεις αγοράς για τιμές που ανεβαίνουν ή θέσεις πώλησης για τιμές που πέφτουν. Βασικά, υπάρχουν τρεις πιθανές επιλογές:

 •      Προϊόντα νοκ-άουτ με καθορισμένη διάρκεια

•      Προϊόντα νοκ-άουτ απεριόριστης διάρκειας

•      Προϊόντα νοκ-άουτ απεριόριστης διάρκειας με Stop Loss

 

Προϊόντα νοκ-άουτ με καθορισμένη διάρκεια

Ένα προϊόν νοκ-άουτ περιορισμένης διάρκειας έχει καθορισμένη τιμή βάσης, η οποία χρησιμοποιείται επίσης για την τιμολόγηση του προϊόντος. Καθώς υποθέτουμε αυξανόμενες τιμές και θέλουμε να πραγματοποιήσουμε συναλλαγή αγοράς, θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα Knock-Out-Call. Δεν αναμένουμε μεγάλα εμπόδια και ψάχνουμε για ένα προϊόν με τιμή εξάσκησης στα 90 ευρώ, το οποίο να έχει υπόλοιπο χρόνου ακόμη έναν μήνα. Αυτό είναι το όριο νοκ-άουτ, το οποίο δεν θα πρέπει να ξεπεραστεί, αλλιώς το προϊόν θα λήξει άνευ αξίας. Η τιμή του knock-out-call είναι η διαφορά μεταξύ της τιμής της μετοχής (100 ευρώ) και της τιμής εξάσκησης (90).

Επιπλέον, υπάρχει μια τιμή δικαιώματος, η οποία περιλαμβάνει τα έξοδα χρηματοδότησης για τον υπολοιπόμενο χρόνο, ένα ασφάλιστρο κινδύνου για το προαναφερθέν ρίσκο κενού και ένα μικρό περιθώριο του εκδότη (issuer). Υποθέτοντας μια τιμή δικαιώματος 0,50 ευρώ, η τιμή θα ήταν 10,50 ευρώ. Στην πράξη, η αναλογία αναφοράς είναι συχνά 10:1, κι έτσι η τιμή θα ήταν αντίστοιχα 1,05 ευρώ. Δεδομένου ότι στη συναλλαγή θέλουμε να ρισκάρουμε 200 ευρώ, μπορούμε – στρογγυλοποιημένα – να αγοράσουμε συνολικά 19 κομμάτια των knock-out-products (ή 190 σύμφωνα με την αναλογία 10:1). Τώρα, ας ρίξουμε μια ματιά στα σενάρια μετά από ένα μήνα (επίσης, στη διάρκεια του προϊόντος).  

Η μετοχή ανεβαίνει στα 120 ευρώ, χωρίς, εν τω μεταξύ, να διασπά την τιμή βάσης των 90 ευρώ και το Knock-Out-Call συναλλάσσεται στα 30 ευρώ. Η τιμή δικαιώματος μειώνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου και στο τέλος γίνεται μηδέν. Η απόδοση είναι, κατά συνέπεια, γύρω στο 186%, ή 370,50 ευρώ. Αν, εν τω μεταξύ, υπάρξει μια αντιστροφή στη μετοχή στα 90 ευρώ ή χαμηλότερα, το προϊόν λήγει πρόωρα και άνευ αξίας. Εάν, μετά από έναν μήνα, η μετοχή είναι στα 100 ευρώ χωρίς να έχει διασπάσει στο μεταξύ την τιμή εξάσκησης των 90 ευρώ, το Knock-Out-Call τιμολογείται στα δέκα ευρώ. Άρα, σε αυτή τη συναλλαγή χάσαμε την τιμή δικαιώματος. Η απόδοση ανέρχεται περίπου σε μείον πέντε τοις εκατό ή μείον 9,50€. Εάν η μετοχή πέσει στα 90 ευρώ ή χαμηλότερα, το νοκ-άουτ λήγει αμέσως, άνευ αξίας. Χάσαμε το κεφάλαιό μας (199,50 ευρώ συν τα έξοδα συναλλαγής). Κάτω από το σημείο των 90 δεν συμμετέχουμε πλέον με απώλειες, οπότε δεν έχει σημασία αν μετά από έναν μήνα η μετοχή βρίσκεται στα 90 ή στα 50 ευρώ.

 
Προϊόντα νοκ-άουτ απεριόριστης διάρκειας

Ένα νοκ-άουτ προϊόν απεριόριστης διάρκειας συμπεριφέρεται παρόμοια. Μόνο που επεκτείνεται επανειλημμένα προσαρμόζοντας την τιμή εξάσκησης με την πάροδο του χρόνου. Μέσω Calls up και Puts down. Έτσι, τα προϊόντα αυτά συνήθως έχουν «στρεβλές» τιμές εξάσκησης που προκύπτουν μέσω του συνήθη υπολογισμού των δαπανών χρηματοδότησης. Μπορούμε να αναμένουμε, για τα τρία σενάριά μας, σχεδόν ταυτόσημα αποτελέσματα με το Knock-Out καθορισμένης λήξης. Η διαφορά είναι ότι η συναλλαγή μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από έναν μήνα.

 
Προϊόντα νοκ-άουτ απεριόριστης διάρκειας με Stop Loss

Σε αυτή την περίπτωση, δίπλα στην τιμή εξάσκησης (90 ευρώ) υπάρχει ένα όριο stop-loss - στο παράδειγμά μας, υποθέτουμε ότι είναι τα 95 ευρώ. Εάν επιτευχθεί αυτό, το προϊόν λήγει άνευ αξίας. Η διαφορά που απομένει μεταξύ του Stop Loss και της τιμής βάσης θα πιστωθεί στον επενδυτή ως υπολειμματική αξία.

Μέσω αυτής της δομής, το ρίσκο κενού μεταφέρεται κυρίως στους επενδυτές. Τα έξοδα χρηματοδότησης και το περιθώριο του εκδότη λαμβάνονται υπόψη όπως και στα νοκ-άουτ προϊόντα, χωρίς καθορισμένη λήξη, μέσω τακτικών προσαρμογών της τιμής βάσης. Και το Stop Loss προσαρμόζεται κάθε τόσο, αλλιώς η απόσταση από την τιμή βάσης θα ήταν πάντα χαμηλότερη. Συνολικά, τα προϊόντα αυτά επιτρέπουν τη συναλλαγή του υποκειμένου σχεδόν ακριβώς στην εσωτερική αξία (διαφορά μεταξύ της τρέχουσας τιμής και της τιμής εξάσκησης), και χωρίς επιρροή από τη μεταβλητότητα.

Πώς δείχνει το όλο θέμα στο παράδειγμά μας; Αρχικά, η μετοχή βρίσκεται στα 100 ευρώ και αγοράζουμε το νοκ-άουτ προϊόν για δέκα ευρώ, με την τιμή εξάσκησης στα 90 ευρώ και το stop-loss στα 95 ευρώ (ή ένα ευρώ με αναλογία αναφοράς 10:1). Έτσι, για το  κεφάλαιο των 200 ευρώ παίρνουμε 20 τεμάχια.

Αν μέχρι το τέλος του μήνα συναλλαγών, η μετοχή ανέβει στα 120 ευρώ, χωρίς εν τω μεταξύ να διασπά το όριο stop-loss των 95 ευρώ, το Knock-Out-Call θα είναι, για παράδειγμα, στα 29,75 ευρώ. Τα σεντς που λείπουν έρχονται με τη μεταφορά του κόστους χρηματοδότησης στην τιμή βάσης, - ένα μήνα μετά από την έναρξη της συναλλαγής - η οποία τώρα ανέρχεται σε 90,25 αντί να ξεκινάει στα 90 ευρώ. Η απόδοση ανέρχεται σε περίπου 197,5 τοις εκατό ή 395 ευρώ.

Αν, εν τω μεταξύ, υπάρξει μια επιστροφή της μετοχής στο όριο  stop-loss στα 95 ευρώ, το προϊόν λήγει πρόωρα και καταβάλλεται στην υπολειμματική αξία. Στην ιδανική περίπτωση, αυτή η υπολειμματική αξία είναι μικρότερη από πέντε ευρώ (απόσταση από την τιμή βάσης, λήφθηκαν υπόψη και οι χρηματοδοτικές δαπάνες). Αλλά αν υπάρχει κενό τιμής, η υπολειμματική αξία μπορεί να είναι χαμηλότερη ή, στη χειρότερη περίπτωση, ακόμα και μηδέν. Άρα, στην ιδανική περίπτωση, χάνουμε περίπου 105 ευρώ (μείον το 52,5%), στη χειρότερη περίπτωση, τη συνολική επένδυσή μας των 200 ευρώ (μείον 100 τοις εκατό), ή ανάλογα με το ποσό της υπολειμματικής αξίας, ένα ενδιάμεσο ποσό. Αλλά κάτω από το σημείο των 90 ευρώ δεν συμμετέχουμε πλέον με απώλειες, άρα δεν έχει σημασία αν μετά από ένα μήνα η μετοχή είναι στα 90 ή 50 ευρώ.

Αν μετά από έναν μήνα η μετοχή παραμείνει στα 100 ευρώ, χωρίς να διασπάσει το όριο stop-loss των 95 ευρώ, τότε η αξία του Knock-Out-Call θα είναι 9,75 ευρώ. Άρα, με την πάροδο του χρόνου, σε αυτή τη συναλλαγή χάσαμε τα έξοδα χρηματοδότησης. Η απόδοση εδώ είναι μείον 2,5 τοις εκατό ή μείον πέντε ευρώ.

 
Πιστοποιητικά παράγοντα (factor certificates)

Τα πιστοποιητικά παράγοντα επιτρέπουν στους επενδυτές να συμμετάσχουν με σταθερή μόχλευση στην ημερήσια απόδοση ενός υποκειμένου. Ημερήσια εδώ σημαίνει η ποσοστιαία μεταβολή στην αξία μέσα σε μία ημέρα διαπραγμάτευσης σε σχέση με την τιμή κλεισίματος της προηγούμενης. Τα πιστοποιητικά παράγοντα είναι συνήθως διαθέσιμα για δείκτες μετοχών, εμπορεύματα ή δείκτες εμπορευμάτων και έχουν παράγοντα μόχλευσης από δύο έως δέκα. Σε σύγκριση με άλλα προϊόντα μόχλευσης δεν χρειάζονται τιμή εξάσκησης, όριο νοκ-άουτ και καθορισμένη λήξη, καθώς αντιπροσωπεύουν μια υπολογιζόμενη από εξωτερικό φορέα (π.χ. το χρηματιστήριο) έκδοση του υποκείμενου δείκτη. Αυτό επιτρέπει μια διαφανή ανάπτυξη της πορείας του πιστοποιητικού. Για να διασφαλιστεί ότι, σε ακραίες περιπτώσεις, ο μοχλευμένος δείκτης δεν πέφτει στο μηδέν, λαμβάνει χώρα μια «επαναφορά» (Reset) κατά την επίτευξη ορισμένων ορίων. Αυτό σημαίνει ότι στο πλαίσιο των συναλλαγών, διαμορφώνεται μια νέα βάση υπολογισμού, κι άρα προσομοιώνεται μια νέα ημέρα διαπραγμάτευσης. Σε γενικές γραμμές, αυτή η ενέργεια προκύπτει όταν ο μοχλευμένος δείκτης έχει απώλειες ύψους 50 τοις εκατό. Αυτό αντιστοιχεί, για παράδειγμα, σε απώλεια αξίας του υποκειμένου κατά 25 τοις εκατό με συντελεστή 2, ή 6,25 τοις εκατό, με συντελεστή 8.


Η καλύτερη χρήση των πιστοποιητικών παράγοντα είναι όταν αυξάνεται συνεχώς η τιμή του υποκείμενου αξιόγραφου (ή για την παραλλαγή short, να μειώνεται συνεχώς). Αυτό συμβαίνει ειδικά σε φάσεις της αγοράς όπου διαμορφώνεται τάση. Αυτά τα προϊόντα μόχλευσης μπορούν να αποδείξουν πλήρως τη δύναμή τους με αρκετές συνεχείς ημέρες, ίδιας κατεύθυνσης. 

Δεδομένου ότι υπάρχουν λίγα πιστοποιητικά παράγοντα σε μετοχές, παίρνουμε ένα φανταστικό δείκτη στην τιμή των 100 μονάδων, και ένα πιστοποιητικό παράγοντα με συντελεστή μόχλευσης 10. Εάν το προϊόν εκδοθεί στα 100 ευρώ, μπορούμε να αγοράσουμε δύο κομμάτια (επιχειρηματικό κεφάλαιο200 ευρώ). Ας υποθέσουμε ότι ο μήνας συναλλαγών έχει 20 ημέρες διαπραγμάτευσης και ο δείκτης ανεβαίνει καθημερινά κατά 0,9%, άρα το επίπεδο κλεισίματος του δείκτη θα είναι περίπου 120 μονάδες για αυτό το μήνα.

Το πιστοποιητικό-παράγοντα αυξήθηκε καθημερινά κατά δέκα φορές, κατά εννέα τοις εκατό. Στο τέλος του μήνα, η τιμή ήταν στα 560 ευρώ ανά πιστοποιητικό. Ένα κέρδος 920 ευρώ ή 360 τοις εκατό - πολύ καλό για να είναι αληθινό;

Δυστυχώς Ναι. Η πρακτική δεν είναι πάντα τόσο απλή. Επειδή, αυτό το θετικά διαμορφωμένο παράδειγμα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την αποδοχή μιας καθημερινής αύξησης τιμών. Ακόμη και αν αυτή ήταν μικρή, η μοχλευμένη απόδοση θα ήταν εξαιρετικά υψηλή λόγω της υψηλής μόχλευσης και της συνέχειας. Εάν κάθε μέρα ο δείκτης έπεφτε κατά 0,9%, μετά από 20 ημέρες συναλλαγών θα ήταν στα 83,46, και το δεκαπλάσιο πιστοποιητικό-παράγοντα περίπου στα 15 ευρω. Εδώ, θα είχαμε χάσει το 85 τοις εκατό της επένδυσής μας.

Αλλά τι συμβαίνει σε μια πλάγια μετακίνηση, που στις αγορές μπορεί συχνά να παρατηρηθεί με τη μορφή εναλλασσόμενων θετικών και αρνητικών ημερήσιων αποδόσεων; Αυτό το ερώτημα απαντάται από τον πίνακα 2. Είναι αρκετά πιθανό ο δείκτης να μείνει αμετάβλητος στο τέλος του μήνα, ενώ το πιστοποιητικό παράγοντα έχει σαφώς χάσει «έδαφος». Ο λόγος εδώ είναι επίσης η επίδραση της βάσης. Ενώ επωφελούμαστε από αυτό, όταν μετακινείται καθημερινά προς τη σωστή κατεύθυνση, παράγει απώλειες όταν πηγαίνει εμπρός και πίσω. Και επειδή η χρηματαγορά παλινδρομεί, πολλά πιστοποιητικά-παράγοντα με υψηλή μόχλευση χάνουν μακροπρόθεσμα σε αξία. Δηλαδή, όταν αποτελεί για παράδειγμα τη βάση λόγω μιας δυσμενώς χαμηλής μετακίνησης τιμών, τότε μόνο πολύ μεγάλες μετακινήσεις θα επανέφεραν την τιμή υψηλά. Οι επενδυτές πρέπει να γνωρίζουν αυτή την επιρροή που αφορά τη δομή.

 

Warrants

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η παλαιότερη κατηγορία προϊόντος - τα Warrants - εξακολουθούν να έχουν το πλεονέκτημα, αν κάποιος λάβει ως βάση τον όγκο της αγοράς (διάγραμμα 2). Οι επενδυτές που θέλουν να συναλλαγούν προϊόντα μόχλευσης σε μετοχές χωρίς νοκ-άουτ, με τα Warrants είναι ασφαλείς. Υπάρχει επίσης μια τιμή βάσης, η οποία μπορεί να ξεπεραστεί και να πέσει κάτω κατά τη διάρκεια ισχύος, χωρίς να λήξει το προϊόν άνευ αξίας. Επιπλέον, τα Warrants έχουν καθορισμένη λήξη. Το πλεονέκτημα ότι δε μπορεί να συμβεί νοκ-άουτ, βρίσκεται απέναντι από την περίπλοκη τιμολόγηση. Έτσι, εκτός από την τιμή της μετοχής, διάφοροι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, της μεταβλητότητας και του υπόλοιπου της διάρκειας ζωής, μπορούν να επηρεάσουν την τιμή του Warrant. Ο ευκολότερος τρόπος για να εξηγηθεί αυτό είναι το παράδειγμά μας. Θα ρισκάρουμε πάλι 200 ευρώ και αυτή τη φορά αγοράζουμε Call-Warrant για τη μετοχή μας, που είναι λίγο κάτω από τα 100 ευρώ.

Ο χρόνος που απομένει θα πρέπει να είναι ένας μήνας. Για να συγκρίνουμε καλύτερα, στα νοκ-άουτ επιλέγουμε μια τιμή εξάσκησης €90. Το Call είναι σήμερα στα 11,50 ευρώ. Αυτό είναι το άθροισμα της εσωτερικής αξίας (η απόσταση μεταξύ της τιμής της μετοχής και της τιμής εξάσκησης) και της χρονικής αξίας. Ενώ η εσωτερική αξία μπορεί να υπολογιστεί απλά, η χρονική αξία επηρεάζεται από τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν. Έτσι, η χρονική αξία είναι, για παράδειγμα, υψηλότερη, όταν η μεταβλητότητα είναι υψηλή ή το προϊόν έχει μεγάλο υπόλοιπο διάρκειας ζωής. Οι επενδυτές πρέπει να γνωρίζουν ότι η χρονική αξία συνεχίζει να μειώνεται μέχρι το τέλος της ζωής, και στο τέλος είναι μηδέν. Όποιος κατέχει το warrant μέχρι τη λήξη του, χάνει πάντα την πλήρη χρονική αξία.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, σε αυτή την περίοδο υπάρχει μια πιθανότητα να αυξηθεί η τιμή σημαντικά και η αύξηση της εσωτερικής αξίας αντισταθμίζει, υπέρ του δέοντος, τις απώλειες από την χρονική αξία. Στην περίπτωσή μας, η μετοχή θα έπρεπε να ανέβει κατά 1,50 ευρώ κατά την ημερομηνία λήξης, ώστε να επιτευχθεί το νεκρό σημείο.

Τώρα ερχόμαστε στα σενάριά μας. Για 200 ευρώ μπορούμε να αγοράσουμε 17 call (ή 173 σε αναλογία αναφοράς 10:1). Με αύξηση της μετοχής έως το τέλος του μήνα στα 120 ευρώ, το call θα έχει αξία 30 ευρώ και επιτυγχάνουμε μια απόδοση της τάξης του 161% (314,50 ευρώ). Εάν, μετά από ένα μήνα, η μετοχή είναι ακόμα στα 100 ευρώ, θα έχουμε μια απώλεια στην ποσότητα της χρονικής αξίας. Αυτό αντιστοιχεί σε απόδοση περίπου μείον 13% (μείον 25,50 ευρώ). Σε αντίθεση με τα προϊόντα νοκ-άουτ, δεν έχει σημασία αν, εν τω μεταξύ, η τιμή της μετοχής έχει πέσει κάτω από την τιμή εξάσκησης (τιμή βάσης). Εάν, κατά τη λήξη, η μετοχή έχει πέσει στα 90 ευρώ ή παρακάτω, το Call λήγει άνευ αξίας. Θα έχουμε επομένως χάσει το επενδυτικό κεφάλαιό μας (195,50 ευρώ συν κόστη συναλλαγής).

 
Discount (εκπτωτικά) Warrant

Αυτή είναι μια ειδική μορφή όπου λαμβάνετε το warrant σε χαμηλότερη τιμή, αλλά συγχρόνως αποποιείστε υψηλά κέρδη (Cap). Στη δημιουργία της στρατηγικής ένα warrant θα πουληθεί σε υψηλότερη βάση (-τιμή) και η τιμή δικαιώματος πιστώνεται στην τιμή του «κανονικού» warrant. Αυτό αλλάζει το προφίλ ρίσκου/ανταμοιβής. Ισχύουν τα εξής: όσο χαμηλότερη είναι η κεφαλαιοποίηση, τόσο υψηλότερη είναι η έκπτωση του call (ανάλογα, για τα put). Στο παράδειγμά μας, με τιμή εξάσκησης στα 90 ευρώ και κεφαλαιοποίηση στα 110 ευρώ, θα μπορούσατε να έχετε ένα Discount-Call στην τιμή των 10 ευρώ, αντί για 11,50 ευρώ. Η εξοικονόμηση είναι αποτέλεσμα της ταυτόχρονης πώλησης ενός δικαιώματος αγοράς με τιμή εξάσκησης στα 110 ευρώ – ο αγοραστής πρέπει να παραιτηθεί από όλα τα κέρδη, πάνω από αυτό το σημείο.

    

Συμβουλές και τρικ κατά τις συναλλαγές με προϊόντα μόχλευσης

Το ερώτημα ποιο προϊόν είναι καλύτερο για τους επενδυτές μπορεί να απαντηθεί μόνο ως εξής: εξαρτάται, δεν υπάρχει μόνο ένα «σωστό» προϊόν. Τα ακόλουθα κριτήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κατευθύνσεις:

 •      Βραχυπρόθεσμες συναλλαγές με υψηλή μόχλευση: εδώ είναι κατάλληλα τα προϊόντα νοκ-άουτ με καθορισμένη λήξη. Καθώς δεν ορίζεται κάποιο stop loss, η πορεία μπορεί να είναι κοντά στην τιμή εξάσκησης (τιμή βάσης) και η μόχλευση πολύ υψηλή. Επιπλέον, τα πιστοποιητικά παράγοντα με υψηλή μόχλευση είναι ιδανικά για ενδοημερήσιες συναλλαγές, και με μέτρια μόχλευση είναι ιδανικά για συναλλαγές Swing (λίγες ημέρες ως περίοδος διακράτησης).

•      Μεσοπρόθεσμες έως μακροπρόθεσμες συναλλαγές με υψηλή μόχλευση: εδώ είναι κατάλληλα τα προϊόντα νοκ-άουτ με απεριόριστη διάρκεια.  Καθώς δεν ορίζεται stop loss, η πορεία μπορεί να κλείσει κοντά στην τιμή εξάσκησης και, άρα, η μόχλευση μπορεί να είναι πολύ υψηλή. Επιπλέον, τα warrants είναι ιδανικά όταν είναι ελαφρώς εκτός του χρηματικού τους ισοδύναμου.

•      Συναλλαγές με χαμηλή έως μέτρια μόχλευση: εδώ είναι κατάλληλα τα προϊόντα νοκ-άουτ με απεριόριστη διάρκεια, με stop loss. Οι επενδυτές θα πρέπει να προσέξουν το όριο στοπ να είναι αρκετά μακριά ώστε να μην ενεργοποιηθεί από συνήθεις διακυμάνσεις της αγοράς. Εναλλακτικά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν Warrants που είναι «ακριβώς στα χρήματά τους».

•      Πιστοποιητικά παράγοντα: Αυτά τα προϊόντα είναι ιδανικά αν κάποιος βασίζεται σε μια συνεχή μετακίνηση της αγοράς προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Όσο μεγαλύτερη είναι η μόχλευση, τόσο ισχυρότερη είναι η προκυκλική επίδραση, αλλά και τόσο μεγαλύτερη είναι η δυσμενής επίδραση βάσης σε ευμετάβλητες πλάγιες μετακινήσεις και ισχυρές μετακινήσεις προς την «λάθος» κατεύθυνση. Επιπλέον, τα πιστοποιητικά παράγοντα είναι κατάλληλα για ενδοημερήσιες συναλλαγές, όπου δεν υπάρχουν στρεβλώσεις (που προκαλούνται από την επίδραση βάσης) για τη μόχλευση (εκτός από ακραίες περιπτώσεις, σε περίπτωση «Reset»).

•      Warrants: Αυτά τα προϊόντα είναι ιδανικά αν κατανοείτε καλά τους παράγοντες που επηρεάζουν την τιμή και γνωρίζετε πότε η συναλλαγή έχει νόημα. Επομένως, αυτά τα προϊόντα είναι ιδιαίτερα κατάλληλα για έμπειρους επενδυτές. Εκτός από την αγορά Call και Put, υπάρχει η δυνατότητα και για Covered-Options, το οποίο διευρύνει σημαντικά τις δυνατότητες στις συναλλαγές. Κατά την πώληση δικαιωμάτων προαίρεσης χωρίς να είναι στην ιδιοκτησία του, ο πωλητής θα πρέπει να περιμένει μέχρι το τέλος της διάρκειας ζωής «hold still», στην περίπτωση που ο αγοραστής απαιτεί την εκπλήρωση του δικαιώματος. Ωστόσο, θα πρέπει να αφήσει ένα περιθώριο που μπορεί να ποικίλει πολύ, ανάλογα με το ρίσκο της επιχείρησης. Ο πωλητής έχει την υποχρέωση, κατά την άσκηση ή κατά τη λήξη, να παραδώσει το σχετκό υποκείμενο του πουλημένου δικαιώματος σε μια ορισμένη τιμή (Call) ή να αγοράσει από τον κάτοχο του δικαιώματος σε μια ορισμένη τιμή (Put).

•      Contracts for Difference: Με αυτά τα προϊόντα, οι επενδυτές μπορούν να συναλλαχθούν το υποκείμενο με μόχλευση 1:1. Το πλεονέκτημα εδώ είναι ότι δεν αλλάζουν χέρια υλικές μετοχές και μπορείτε να συναλλάσσεστε με απόλυτη ευελιξία. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος μεγάλων απωλειών σε κενά τιμών στη λάθος κατεύθυνση. Αλλά δεν είναι μόνο η επιλογή του προϊόντος σημαντική. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι συναλλαγές με τη χρήση τους να έχουν νόημα.

              

Θα θέλαμε να σας δώσουμε κάποιες συμβουλές:

•      Επιλογή του εκδότη: συχνά, μεμονωμένοι εκδότες επικεντρώνονται σε τύπους προϊόντων με μόχλευση και, σε σύγκριση με άλλους προμηθευτές, σε μια ελαφρώς καλύτερη τιμολόγηση (για παράδειγμα, χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης ή μικρότερη διαφορά μεταξύ τιμών πώλησης και αγοράς) ή σε μια ευρύτερη επιλογή διαθέσιμων προϊόντων.

•      Εντολή με όρια: συνιστάται ένας περιορισμός της εντολής στις πρακτικές συναλλαγές. Έτσι οι επενδυτές μπορούν να αποφεύγουν τα δυσμενή τινάγματα και γενικά να βελτιστοποιούν τις τιμές εισόδου. Εάν η τιμή ενός μοχλευμένου προϊόντος είναι, για παράδειγμα, 1,43 (Bid) με 1,44 (Ask), μπορείτε, ανάλογα με τον τρέχοντα θόρυβο της αγοράς – να εισαγάγετε ένα όριο μεταξύ 1.40 και 1,43 ευρώ.

•      Μην συναλλάσσεστε κοντά στην τιμή βάσης ή το stop loss: είναι δελεαστική η είσοδος χαμηλά, λίγα λεπτά πριν από το «θάνατο» ενός μοχλευμένου προϊόντος και να ελπίζουμε, για παράδειγμα, για μια μεγάλη μετακίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση κατά τη διάρκεια της νύχτας ή το Σαββατοκύριακο - για παράδειγμα, εάν εκκρεμούν εταιρικά αποτελέσματα. Το ρίσκο θα ήταν περιορισμένο, και θα ήσαστε παρόντες στην αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, αυτό το γνωρίζουν οι εκδότες και κάποια στιγμή προσαρμόζουν την τιμολόγηση, έτσι ώστε το όλο θέμα να μην μετράει πλέον ή, αντιθέτως, θα μπορούσε να είναι (σε σχέση με το Stopped-out-risk) ακόμη και μειονέκτημα.

 
Συμπέρασμα

Τα μοχλευμένα προϊόντα είναι ένας καλός τρόπος για να επωφεληθείτε από ευκαιρίες εκτέλεσης συναλλαγών με επακριβώς υπολογισμένο ρίσκο. Ωστόσο, η απώλεια του επενδεδυμένου κεφαλαίου είναι σε κάθε συναλλαγή πιθανή, και γι’ αυτό θα πρέπει να ρισκάρετε μόνο ένα μικρό ποσοστό του λογαριασμού. Επιπλέον, οι επενδυτές θα πρέπει να γνωρίζουν ακριβώς πότε έχει νόημα το κάθε προϊόν, ποιος εκδότης έχει τις καλύτερες συνθήκες και πώς να τοποθετούν τις εντολές τους με στρατηγικό τρόπο. Αυτές οι προφανείς «λεπτομέρειες» μπορεί να κάνουν μια μεγάλη διαφορά, σε μακροπρόθεσμη βάση. Επειδή η ανάπτυξη μιας γνώμης για μετοχή ή έναν δείκτη είναι μόνο το ένα μέρος της διαδικασίας - η ορθή εφαρμογή είναι το άλλο. «

 

Asset Μanagement

VIDEO Επιλεγμένο Video