Τα επενδυτικά βαρίδια του 2019 και οι ελληνικές «ιδιαιτερότητες»

Με ποικίλα ανοιχτά μέτωπα στο εσωτερικό υποδέχεται η Ελλάδα το νέος έτος. Oι εκλογές, τα προβλήματα των τραπεζών και η δυσκολία πρόσβασης στις αγορές. Το δύσκολο διεθνές περιβάλλον και η απουσία καταλύτη για τους επενδυτές.

Τα επενδυτικά βαρίδια του 2019 και οι ελληνικές «ιδιαιτερότητες»

Aυξήσεις επιτοκίων και μείωση ρευστότητας, γεωπολιτικές εντάσεις, εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, Brexit και Ιταλία: αυτά είναι τα βασικά ζητήματα που θα απασχολήσουν και το 2019 τις διεθνείς αγορές – και εξ αντανακλάσεως φυσικά και την Ελλάδα.

Εκλογές σε σκηνικό πολιτικής ένταση, ισχυρή ή… χλιαρή ανάπτυξη, τράπεζες και κόκκινα δάνεια, παροχολογία και μεταρρυθμίσεις: αυτά είναι τα σημεία «εσωτερικού ενδιαφέροντος» που επίσης θα κυριαρχήσουν στην οπτική και την προβληματική της αγοράς το επόμενο έτος.

Ασφαλώς, ποτέ στην ιστορία δεν υπήρξε χρονιά χωρίς τα προβλήματά της, όπου όλα να έδειχναν ανέφελα και σίγουρα, όμως το 2019 φαίνεται να κρύβει μερικές νάρκες παραπάνω. Για την ελληνική αγορά, μάλιστα, η χρονιά φαίνεται πραγματικά κρίσιμη από πολλές πλευρές.

Δεν είναι τυχαίο πως εδώ και τουλάχιστον μια διετία οι αναλυτές μιλούν διεθνώς για μια εποχή που τη χαρακτηρίζει «το τέλος των αποδόσεων». Το 2018 εξελίχθηκε σε μια χρονιά που επιφύλασσε ζημία για όλες σχεδόν τις επενδυτικές κατηγορίες ανά τον κόσμο, διακόπτοντας μια μακρά περίοδο που ήθελε τις αγορές να προσφέρουν σημαντικά κέρδη σε όλους. Αυτό που φοβόμασταν για το 2015, στη συνέχεια για το 2016 και τέλος για το 2017, επιβεβαιώθηκε το 2018 και το χειρότερο είναι πως πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι η περσινή διόρθωση έχει ακόμη αρκετό δρόμο μπροστά της.

Ειδικότερα, η μέχρι τώρα υποχώρηση των μετοχών δεν φαίνεται σε πολλούς αρκετή έτσι ώστε όχι μόνο να δικαιολογήσει τη «μίνι φούσκα» που είχε προηγηθεί, αλλά και για να ενσωματώσει τα δυσμενή οικονομικά νέα που αναφέρονται στην επικείμενη ανάπτυξη τόσο στις αναπτυσσόμενες χώρες (στις οποίες χρηματιστηριακά εντάσσεται η Ελλάδα), όσο και στην Ευρώπη κατά την επόμενη διετία.

Τα μηνύματα για μια κουρασμένη ευρωπαϊκή οικονομία είναι ήδη ορατά κατά τους τελευταίους μήνες στους Έλληνες επιχειρηματίες.

Τα εσωτερικά μέτωπα

Ανεξάρτητα, όμως, από τον φόβο που θέλει τα διεθνή χρηματιστήρια να διορθώνουν και το ελληνικό να ακολουθεί εξ αντανακλάσεως, αρκετά είναι και τα προβλήματα που καλείται να διαχειριστεί μέσα στο 2019 η ίδια η χώρα μας.

Για παράδειγμα, η Ελλάδα εξακολουθεί εδώ και πολλούς μήνες εκτός αγορών. Η αρχική αιτιολόγηση ότι αυτό οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στο ζήτημα της Ιταλίας, διαψεύσθηκε εκ των πραγμάτων, καθώς η γειτονική χώρα «τα βρήκε» με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό του 2019, χωρίς ωστόσο αυτό να βοηθήσει την απόδοση (yield) των ελληνικών κρατικών ομολόγων να υποχωρήσει σε χαμηλότερα επίπεδα. Η ουσία είναι ότι, λίγες ημέρες πριν από το τέλος του 2018, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε η χώρα θα μπορούσε να βγει στις αγορές με «λογικούς όρους».

Ένα δεύτερο σοβαρό ζήτημα είναι αυτό των τραπεζών. Η λογική λέει πως θα πάμε σε ένα σύστημα αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων, το οποίο -μεταξύ άλλων- θα εμπεριέχει ενός είδους κρατικής βοήθειας, ενώ κάποιοι θεωρούν πολύ πιθανή μια νέα κεφαλαιακή ενίσχυση από τους υφιστάμενους μετόχους. Η κρατική βοήθεια μπορεί να έχει τη μορφή εγγυήσεων ή ακόμη και με την υιοθέτηση ενός προγράμματος (όπως π.χ. το «Εστία» στην Κύπρο) για τη στήριξη των δανειοληπτών με χαμηλά εισοδήματα και περιουσία. Το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στα προβληματικά δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας, αλλά και στο ότι θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν οι όροι.

Από τη μορφή που θα πάρει το πρόγραμμα θα επηρεαστούν και οι τιμές των τραπεζικών μετοχών στο ΧΑ, καθώς οι τρέχουσες τιμές ήδη έχουν προεξοφλήσει σε μεγάλο βαθμό το σενάριο μιας νέας κεφαλαιακής ένεσης από την πλευρά των μετόχων και το ύψος αυτής της κεφαλαιακής ένεσης θα επηρεαστεί από την συνεισφορά του κράτους.

Ένα τρίτο σημαντικό ζητούμενο για τη χώρα είναι το κατά πόσο η ελληνική οικονομία θα καταφέρει μέσα στο 2019 να σημειώσει ρυθμό ανάπτυξης που θα αφήσει υποσχέσεις για το μέλλον, σε μια περίοδο δύσκολη για την Ευρώπη (άρα και για τις εξαγωγές μας), όπου ο τουρισμός δύσκολα θα κυμανθεί σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με το ρεκόρ του 2018.

Γενικότερα, εδώ και μήνες έχει αρχίσει να καλλιεργείται στο εσωτερικό της χώρας ένα κλίμα οικονομικής χαλάρωσης, μέσα από μια φιλολογία για «σημαντικές αυξήσεις βασικού μισθού», για επιδόματα, για προσλήψεις δεκάδων χιλιάδων ατόμων στο Δημόσιο και για μειώσεις φόρων. Όλα αυτά θα μπορούσαν να δράσουν ενισχυτικά στο ΑΕΠ, τουλάχιστον βραχυ-μεσοπρόθεσμα, με την κυβέρνηση να προβλέπει για το 2019 ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 2,5%. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αυτό το κλίμα χαλαρότητας προκαλεί ανησυχία σε πολλά στελέχη της αγοράς για το κατά πόσο θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά και να οδηγήσει σε νέες περιπέτειες, ανησυχητικού χαρακτήρα και αβέβαιης έκβασης.

Απουσία καταλύτη στο Χρηματιστήριο

Καταλυτικό και ενισχυτικό παράγοντα στις τρεις προαναφερθείσες πηγές ανησυχιών αποτελεί το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται εδώ και μήνες σε μια μακρά, άτυπη προεκλογική περίοδο, την έκταση της οποίας κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια.

Γνωστός χρηματιστηριακός αναλυτής, απαντώντας σε σχετική ερώτησή μας, σημειώνει: «Θεωρώ πολύ δύσκολο για μια κυβέρνηση να πάρει δύσκολες αποφάσεις για μια σειρά από θέματα πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών και αυτό δίνει σήμα στις αγορές πως οι υπάρχουσες αβεβαιότητες σχετικά με τα ελληνικά ζητήματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν για αρκετούς μήνες ακόμη. Ας μην ξεχνάμε επίσης, πως τον Μάιο θα διεξαχθούν και οι ευρωεκλογές. Με προβλεπόμενη μια στροφή του εκλογικού σώματος (και της σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) προς τα «δεξιά», είναι πιθανόν πως θα δημιουργηθεί ένα κλίμα αυστηρότερης πειθαρχίας των χωρών του Νότου, με ό,τι αυτό ενδεχομένως θα μπορούσε να σημάνει για την Ελλάδα. Γενικότερα, το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς είναι η απουσία θετικού καταλύτη. Το καλύτερο νέο θα ήταν η διαμόρφωση ενός κλίματος προσδοκιών για επενδυτικό σοκ και για ταχύτατες ρυθμίσεις στα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια. Ωστόσο, τίποτε σημαντικό δεν περιμένουμε κατά τους επόμενους μήνες στα δύο αυτά μέτωπα».

Το 2019, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, πιθανολογείται από πολλούς ότι θα είναι χρονιά μετοχών και όχι δεικτών. Έτσι άλλωστε έγινε και το 2018, οπότε ο Γενικός Δείκτης μπορεί να κατέγραψε απώλειες άνω του 20%, ωστόσο υπήρξαν παράλληλα αρκετές μετοχές που έκλεισαν με κέρδη. Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, σε ένα διεθνές επενδυτικό ναρκοπέδιο που διαμορφώνεται για το 2019, η καλύτερη άμυνα είναι η επικέντρωση σε ένα υγιές και υποσχόμενο μετοχικό χαρτοφυλάκιο, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τις γενικότερες εξελίξεις σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Σύμφωνα, μάλιστα, με γνωστό διαχειριστή χαρτοφυλακίου, «Το παρήγορο είναι πως υπάρχουν αρκετές εισηγμένες εταιρείες στο Χ.Α., οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ενός σοβαρού μετοχικού χαρτοφυλακίου, πλαισιωμένου φυσικά από επαρκή ρευστότητα, προκειμένου να μπορούμε να εκμεταλλευθούμε τυχόν ευκαιρίες, σε περίπτωση που το πρώτο εξάμηνο του 2019 ξεκινήσει με πτώση».

Προβληματισμός υπάρχει επίσης και στην αγορά των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Οι αισιόδοξοι πιστεύουν πως μέσα στο 2019 η χώρα θα καταφέρει να βγει με κάποιο τρόπο στις αγορές και αυτό δεν μπορεί να γίνει σε επίπεδα αποδόσεων άνω του 3,7%. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε οι σημερινοί αγοραστές θα καταγράψουν αξιοσημείωτα κέρδη. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι περισσότερο συντηρητικοί επενδυτές θεωρούν πως είναι σχετικά πρόωρο κάποιος να τοποθετείται σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, πριν αποκτήσει μεγαλύτερη ορατότητα για το πού θα κινηθούν τα πράγματα.

Πηγή: www.Euro2day.gr

Asset Μanagement

VIDEO Επιλεγμένο Video