Δικαιώματα, στρατηγικές και συναλλαγές

H αγορά ενός δικαιώματος προαίρεσης είναι παρόμοια με αυτήν ενός λαχείου ή ενός ασφαλιστήριου συμβολαίου. O επενδυτής πληρώνει ένα ποσό για να αποκτήσει μία ενδεχομένως υψηλή απόδοση υπό προϋποθέσεις.

Δικαιώματα: Επιλογές για όλες τις τάσεις  της αγοράς!

H αγορά ενός δικαιώματος προαίρεσης είναι παρόμοια με αυτήν ενός λαχείου ή ενός ασφαλιστήριου συμβολαίου. O επενδυτής πληρώνει ένα ποσό για να αποκτήσει μία ενδεχομένως υψηλή απόδοση υπό προϋποθέσεις. Αν εκπληρούνται οι προϋποθέσεις, ξέρει εκ των προτέρων το ποσό της αποζημίωσης που θα εισπράξει. Αν δεν εκπληρούνται οι προϋποθέσεις, το συμβόλαιο απλώς δεν θα αξιοποιηθεί. Σε κάθε περίπτωση ξέρει ποιο είναι το μέγιστο ποσό που μπορεί να χάσει, το οποίο έχει μάλιστα προπληρώσει.

Τα δικαιώματα προαίρεσης (options) είναι μία νομικά δεσμευτική συμφωνία μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων (επενδυτών). Πάντοτε, ο ένας έχει θέση αγοράς (long) και ο άλλος θέσης πώλησης (short). Αυτός που έχει τη θέση αγοράς (long) έχει μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις. Αντίθετα, αυτός που έχει θέση πώλησης (short) έχει μόνο υποχρεώσεις και κανένα δικαίωμα.

Τα δικαιώματα διακρίνονται σε δικαιώματα αγοράς - calls (τα οποία έχουν αγοραστές και πωλητές) και δικαιώματα πώλησης - puts (τα οποία επίσης έχουν αγοραστές και πωλητές). Oι αγοραστές δικαιωμάτων είναι σαν τους ασφαλιζόμενους: πληρώνουν ένα μικρό ποσό για να εξασφαλίσουν κάποιες αποδόσεις.

Oι πωλητές δικαιωμάτων είναι σαν τις ασφαλιστικές εταιρείες: εισπράττουν μικρά ποσά από τους αγοραστές των δικαιωμάτων και παίρνουν τον κίνδυνο να πληρώσουν πολλαπλάσια ποσά.

Επομένως στην Αγορά Παραγώγων διαπραγματεύονται δικαιώματα προαίρεσης αγοράς (calls) και πώλησης (puts) στον FTSE/ΧΑ LARGE CAP, καθώς και στις μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha Bank, του OΤΕ και της Intracom.

Τα είδη

Αν αγοράσουμε ένα δικαίωμα αγοράς (δηλαδή πάρουμε θέση αγοράς στο δικαίωμα αγοράς, long call), θα έχουμε το δικαίωμα να αγοράσουμε, αν θέλουμε, κάποια στιγμή στο μέλλον, την υποκείμενη αξία σε κάποια συγκεκριμένη τιμή, την τιμή άσκησης (exercise price). Δρούμε σαν ασφαλιζόμενοι: πληρώνουμε κάτι και περιμένουμε άνοδο της αγοράς. Τη σχετική υποχρέωση (πώλησης της υποκείμενης αξίας) αναλαμβάνει ο πωλητής του δικαιώματος αγοράς (δηλαδή αυτός που έχει πάρει θέση πώλησης στο δικαίωμα αγοράς, short call). Δρα σαν ασφαλιστική εταιρεία, εισπράττει και απεύχεται... άνοδο της αγοράς. Με λίγα λόγια, η αγορά δικαιώματος αγοράς είναι σαν λαχείο για άνοδο της αγοράς.

Αν αγοράσουμε ένα δικαίωμα πώλησης (δηλαδή πάρουμε θέση αγοράς στο δικαίωμα πώλησης, long put), θα έχoυμε το δικαίωμα να πουλήσουμε, αν θέλουμε, κάποια στιγμή στο μέλλον, την υποκείμενη αξία, σε συγκεκριμένη τιμή άσκησης. Δρούμε σαν ασφαλιζόμενοι: πληρώνουμε κάτι και περιμένουμε πτώση της αγοράς. Την αντίστοιχη υποχρέωση (αγοράς της υποκείμενης αξίας) έχει ο πωλητής του δικαιώματος πώλησης (δηλαδή αυτός που έχει πάρει θέση πώλησης στο δικαίωμα πώλησης, short put). Δρα σαν ασφαλιστική εταιρεία: εισπράττει και απεύχεται... πτώση της αγοράς. Με λίγα λόγια, η αγορά δικαιώματος πώλησης είναι σαν λαχείο για κάθοδο της αγοράς.

Το κόστος

Σε αντίθεση με τα ΣΜΕ, η θέση αγοράς στα δικαιώματα έχει κάποιο κόστος, το λεγόμενο ασφάλιστρο (premium). Το ασφάλιστρο το καταβάλλουμε τοις μετρητοίς την Τ+1 και άμεσα στον πωλητή του δικαιώματος. Για παράδειγμα, το τίμημα του δικαιώματος σε δείκτη εκφράζεται σε μονάδες με δύο δεκαδικά ψηφία, π.χ. 32,75 μονάδες. Το ποσό που πληρώνει ο αγοραστής και εισπράττει ο πωλητής του δικαιώματος την επομένη της ημέρας συναλλαγής προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του τιμήματος (σε μονάδες δείκτη) με τον πολλαπλασιαστή του συμβολαίου 5 ευρώ για το δείκτη FTSE/ΧΑ LARGE CAP. 

Oι αγοραστές δικαιωμάτων (οι «ασφαλιζόμενοι») δεν έχουν υποχρέωση καταβολής περιθωρίου ασφάλισης. Αντίθετα, οι πωλητές δικαιωμάτων (οι «ασφαλιστικές εταιρείες») υποχρεούνται να παρέχουν περιθώριο ασφάλισης ανάλογο της ανοικτής θέσης τους, το οποίο μπορεί να υπολογιστεί από τον «Υπολογιστή περιθωρίου ασφάλισης» (ADEX Margin Calculator) που παρέχει δωρεάν η Αγορά Παραγώγων στην ιστοσελίδα της (www.adex.ase.gr).

Γιατί αγοράζουμε δικαιώματα

Όταν αγοράζουμε δικαιώματα, διασφαλίζουμε από την αρχή ότι η μέγιστη ζημία μας δεν θα ξεπεράσει κάποιο συγκεκριμένο όριο. Αυτή η σιγουριά στοιχίζει βεβαίως. Επιπλέον, αν η αγορά κινηθεί έτσι όπως την περιμένουμε, θα μπορέσουμε να συμμετάσχουμε στην κίνηση (άνοδο ή πτώση), χωρίς περιορισμούς στο δυνητικό μας κέρδος. Δηλαδή, με την αγορά δικαιωμάτων έχουμε απεριόριστα κέρδη - περιορισμένη ζημία. Για να επιτύχουμε κέρδη, όμως, θα πρέπει η κίνηση να είναι αρκετά μεγάλη. Γι’ αυτό λέμε ότι τα δικαιώματα απαιτούν υψηλή μεταβλητότητα της υποκείμενης αξίας για να αποφέρουν κέρδη. Η μέγιστη ζημία στα δικαιώματα είναι το ασφάλιστρο που καταβάλλουμε στην αρχή για να αγοράσουμε το δικαίωμα (αγοράς ή πώλησης). Η ύπαρξη αυτού του ασφαλίστρου είναι και ο λόγος που χρειαζόμαστε μεγάλη κίνηση της υποκείμενης αξίας για να αποκομίσουμε κέρδη.

ΤΑ ΠΛΕOΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

- Εκμετέλλευση όλων των τάσεων  (ανοδικών ή καθοδικών) της αγοράς.

- Αμεση ρευστοποίηση.

- Δέσμευση πολύ μικρότερων κεφαλαίων.

- Δυνατότητα μεγάλης μόχλευσης.

- Δυνατότητα αντιστέθμισης κινδύνων.

- Ταχύτητα και απλούστευση συναλλαγών.

Πώς κερδίζουμε

Oι αγοραστές δικαιωμάτων μπορούν να εισπράξουν το αποτέλεσμα της προσδοκίας τους με δύο τρόπους:

1. Κάνοντας την αντίστροφη κίνηση, δηλαδή πουλώντας ίσο αριθμό δικαιωμάτων με την ίδια τιμή άσκησης και λήξη μόλις κρίνουν ότι η τιμή τους ευνοεί.

2. Κρατώντας το δικαίωμα μέχρι τη λήξη του, οπότε αν είναι κερδισμένοι θα εισπράξουν από τους ζημιωμένους (τους πωλητές του δικαιώματος) τη διαφορά μεταξύ της τιμής άσκησης και της τρέχουσας τιμής του υποκείμενου δείκτη ή της μετοχής την ημέρα λήξης.

Η τιμή άσκησης (exercise ή strike price) είναι η τιμή στην οποία θα αγοράσουμε (αν είμαστε αγοραστές δικαιώματος αγοράς) ή θα πουλήσουμε (αν είμαστε αγοραστές δικαιώματος πώλησης) την υποκείμενη αξία. Και στις δύο περιπτώσεις είμαστε αγοραστές δικαιώματος (δρούμε δηλαδή σαν ασφαλιζόμενοι).

Το δικαίωμά μας μπορούμε να το εξασκήσουμε είτε μόνο στη λήξη του (δικαίωμα ευρωπαϊκού τύπου) είτε οποιαδήποτε στιγμή πριν από τη λήξη του (δικαίωμα αμερικανικού τύπου). Στην Ελλάδα, τα δικαιώματα που έχουν υποκείμενη αξία μετοχή είναι αμερικανικού τύπου, ενώ τα δικαιώματα που έχουν υποκείμενη αξία δείκτη είναι ευρωπαϊκού τύπου. Μόνο οι αγοραστές δικαιωμάτων μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους, αν θέλουν.

Ένας επενδυτής, ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ να μη γίνει αυτόματη άσκηση στις θέσεις του, για οποιονδήποτε λόγο, π.χ. εάν βρίσκεται οριακά in-the-money και κρίνει ότι οι προμήθειες που θα χρειασθεί να καταβάλει καθιστούν ασύμφορη την άσκηση του δικαιώματος. Το Μέλος Εκκαθάρισης, μέσω της εφαρμογής DCW που του παρέχουν η Αγορά Παραγώγων και η ΕΤΕΣΕΠ, έχει τη δυνατότητα εισαγωγής άρνησης δικαιώματος άσκησης ανά πελάτη στη συγκεκριμένη σειρά προϊόντος.

Oι τιμές άσκησης

Σε κάθε δικαίωμα υπάρχουν πάντοτε τουλάχιστον 11 διαφορετικές τιμές άσκησης: μία κοντά στην τιμή της υποκείμενης αξίας, 5 τιμές πάνω και 5 τιμές κάτω από την υποκείμενη αξία. Μπορούμε να επιλέξουμε μία τιμή άσκησης, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του δικαιώματος. Φυσικά αν επιλέξουμε κάποια σύνθετη στρατηγική με τη χρήση των δικαιωμάτων, τότε έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε περισσότερες τιμές άσκησης. Η τιμή άσκησης είναι μία από τις παραμέτρους που επιδρούν στην αξία, άρα και στην τιμή των δικαιωμάτων. Για τα δικαιώματα αγοράς, όσο υψηλότερη τιμή άσκησης επιλέξουμε, τόσο πιο φθηνό θα είναι το δικαίωμα. Αντίθετα, στα δικαιώματα πώλησης, όσο υψηλότερη τιμή άσκησης επιλέξουμε, τόσο πιο υψηλό ασφάλιστρο θα καταβάλλουμε. Η επιλογή της τιμής άσκησης έχει να κάνει με την προσδοκία μας για το πόσο έντονη αναμένεται η άνοδος ή η πτώση της υποκείμενης αξίας και, φυσικά, με το διαθέσιμο κεφάλαιό μας.

Πόσο κοστίζει ένα δικαίωμα

Το κόστος ενός δικαιώματος εξαρτάται από την τιμή άσκησης που επιλέγουμε σε σχέση με το πού βρίσκεται εκείνη τη στιγμή η υποκείμενη αξία, πόση είναι η μεταβλητότητα της υποκείμενης αξίας, πόσος είναι ο χρόνος μέχρι τη λήξη του δικαιώματος κ.λπ. Π.χ.: Στις 20 Σεπτεμβρίου 2004 ο FTSE/XA LARGE CAP βρίσκεται στις 1.273 μονάδες. Αν επιλέξουμε ένα δικαίωμα αγοράς με τιμή άσκησης τις 1.275 μονάδες, δηλαδή κοντά στην τιμή του υποκείμενου δείκτη, το ασφάλιστρο έχει περίπου 28 μονάδες δείκτη ή 140 ευρώ (κάθε μονάδα δείκτη αξίζει 5 ευρώ). Αν επιλέξουμε υψηλότερη τιμή άσκησης, έστω τις 1.300 μονάδες, το ασφάλιστρο είναι χαμηλότερο, στις 15 μονάδες (ή στα 75 ευρώ), ενώ αν επιλέξουμε χαμηλότερη τιμή άσκησης, έστω τις 1.250 μονάδες, το ασφάλιστρο στοιχίζει ακριβότερα, 43 μονάδες (ή 215 ευρώ). Αν επιλέξουμε μακρύτερης λήξης δικαίωμα αγοράς, θα πληρώσουμε πιο ακριβό ασφάλιστρο για τις ίδιες τιμές άσκησης, ήτοι 210, 150 και 265 ευρώ περίπου, αντίστοιχα.

Η επιλογή μακρύτερης λήξης αυξάνει την τιμή ενός δικαιώματος, διότι όσο περισσότερο χρόνο έχουμε μέχρι τη λήξη, τόσο πιο πιθανό είναι η τιμή του υποκείμενου να διαμορφωθεί στο επίπεδο που μας ευνοεί. Επομένως, ως αγοραστές του δικαιώματος («ασφαλιζόμενοι») πρέπει να πληρώσουμε στον πωλητή του δικαιώματος (την «ασφαλιστική εταιρεία») αυτόν τον κίνδυνο που θα πάρει.

Η μεταβλητότητα της υποκείμενης αξίας επιδρά σημαντικά στην τιμή των δικαιωμάτων. Όσο πιο έντονα κινείται η υποκείμενη αξία, από σήμερα μέχρι την ημερομηνία λήξης, τόσο πιο πιθανό είναι η τιμή του υποκείμενου να διαμορφωθεί στο επίπεδο που μας ευνοεί, ακόμη και αν έχουμε επιλέξει τιμή άσκησης μακριά από την τρέχουσα τιμή του υποκείμενου. Να τονίσουμε ότι για τα δικαιώματα σε μετοχές και δείκτες ισχύουν οι ίδιες ημερομηνίες λήξης που ισχύουν και για τα ΣΜΕ, δηλαδή υπάρχουν 6 ημερομηνίες λήξης και ότι το ασφάλιστρο το εισπράττει ο πωλητής του δικαιώματος αγοράς ή πώλησης (η «ασφαλιστική εταιρεία»), ο οποίος αναλαμβάνει και την αντίστοιχη υποχρέωση να αποδώσει το όποιο κέρδος στον αγοραστή.

Το κλείσιμο των θέσεων

Μπορούμε να κλείσουμε τη θέση μας οποιαδήποτε στιγμή πριν από τη λήξη της. Στην πράξη, οι περισσότεροι επενδυτές στα δικαιώματα κλείνουν τη θέση τους πριν από τη λήξη. Προσοχή: άλλο είναι το κλείσιμο θέσης στα δικαιώματα (που μπορεί να γίνει οποιαδήποτε στιγμή) και άλλο η πρόωρη ή μόνο στη λήξη εξάσκησή τους.

- ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓOΡΑΣ (LONG CALL)
- ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓΟΡΑΣ

- ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓOΡΑΣ (SHORT CALL)
-  ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓOΡΑΣ

- ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ (LONG PUT)
- ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ

- ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ (SHORT PUT)
- ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ


Το πότε κλείνουμε τη θέση μας στα δικαιώματα πριν από τη λήξη τους εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Αν το δικαίωμα αγοράς στο δείκτη που αγοράσαμε στα 190 ευρώ, αξίζει σήμερα π.χ. 235 ευρώ και δεν αναμένουμε να ανέλθει κι άλλο ή νιώθουμε ήδη ικανοποιημένοι, μπορούμε να κλείσουμε τη θέση μας και να εισπράξουμε το κέρδος των 45 ευρώ (235 - 190), μείον την προμήθεια του χρηματιστή. Αντίθετα, αν διαγνώσουμε έγκαιρα ότι δεν θα επαληθευτούν οι προσδοκίες μας, πάλι είναι σκόπιμο να κλείσουμε τη θέση μας για να περιορίσουμε τη ζημία.

Η τελευταία επιλογή ενός κατόχου δικαιώματος είναι να αφήσει το δικαίωμα να εκπνεύσει. Αυτό σημαίνει ότι χάνει την αξία του και ο κάτοχος του δικαιώματος υφίσταται μία ζημία κατά το ποσό της τιμής του δικαιώματος που πληρώθηκε. Αν ο κάτοχος του δικαιώματος δεν αποφασίσει να εξασκήσει το δικαίωμα μέσω μίας εντολής πώλησης ή να κλείσει τη θέση μέσω μίας συναλλαγής κλεισίματος, ολόκληρη η τιμή του δικαιώματος χάνεται.

Option series

Τα τυποποιημένα δικαιώματα ονομάζονται και σειρές δικαιωμάτων (option series). Τα τυποποιημένα στοιχεία περιλαμβάνουν:

- Την υποκείμενη αξία (underlying asset).
- Το μέγεθος του συμβολαίου (contract size).
- Τη διάρκεια του συμβολαίου (δικαιώματα αμερικανικού τύπου) ή την ημερομηνία λήξης (expiration day) - (δικαιώματα ευρωπαϊκού τύπου). 
- Τις διαθέσιμες τιμές άσκησης (exercise prices).

Η αγορά διαμορφώνει, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, την τιμή του δικαιώματος (premium) για κάθε σειρά δικαιωμάτων, δηλαδή για δικαιώματα του ίδιου τύπου (αγοράς ή πώλησης) τα οποία έχουν το ίδιο υποκείμενο προϊόν, ίδια τιμή εξάσκησης και ίδια ημερομηνία λήξης. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι η τιμή του δικαιώματος (premium) δηλώνεται πάντα σε σχέση με την τιμή μιας μετοχής ή ενός δείκτη.

O διακανονισμός

Στις συναλλαγές σε δικαιώματα ο επενδυτής εισπράττει ή πληρώνει το ασφάλιστρο. Συγκεκριμένα, όταν αγοράζουμε ένα δικαίωμα είμαστε υποχρεωμένοι την επόμενη ημέρα να καταβάλουμε το ασφάλιστρο (premium), το οποίο εισπράττει αυτός που μας πουλά το δικαίωμα. Το ασφάλιστρο είναι το μοναδικό ποσό που λαμβάνει μέρος στη συναλλαγή.

Αντίστοιχα, στη λήξη του δικαιώματος, εφόσον ο αγοραστής ζητήσει την άσκησή του, τότε: αν το δικαίωμα είναι στο δείκτες FTSE/ASE-20 ή FTSE/ASE Mid 40 (παλαιότερα) έχουμε χρηματικό διακανονισμό κερδών/ζημιών, ενώ, αν το δικαίωμα είναι επί συγκεκριμένης μετοχής, ο επενδυτής πληρώνει την τιμή που έχει συμφωνηθεί (τιμή άσκησης) και παραλαμβάνει τη μετοχή.

Βασική διαφορά λοιπόν των ΣΜΕ από τα δικαιώματα είναι ότι στα ΣΜΕ τυχόν κέρδη ή ζημίες καταβάλλονται ή απαιτούνται καθημερινά, ενώ στα δικαιώματα καταβάλουμε στην αρχή μόνο το ασφάλιστρο και εφόσον ασκήσουμε το δικαίωμά μας, καταβάλλουμε την τιμή άσκησης και παραλαμβάνουμε τη μετοχή.

Ασφάλιστρο και τιμές

Ασφάλιστρο (premium) ονομάζουμε το ποσό που πρέπει να πληρώσει ο αγοραστής και εισπράττει ο πωλητής κατά την αγοραπωλησία του δικαιώματος. Παράγοντες που επηρεάζουν την τιμή ενός δικαιώματος σε μετοχικές αξίες (stock option) είναι:

- Η τιμή του υποκείμενου τίτλου.
- Η τιμή άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης.
- O υπολειπόμενος χρόνος μέχρι τη λήξη του δικαιώματος.
- Η διακύμανση της τιμής του υποκείμενου τίτλου.
- Το επιτόκιο δίχως κίνδυνο.
- Αναμενόμενα μερίσματα στη διάρκεια ζωής του δικαιώματος.

Η αξία ενός δικαιώματος αποτελείται από την εσωτερική αξία (intrinsic value) και την αξία του χρόνου (time value), δηλαδή: τιμή δικαιώματος = εσωτερική αξία + αξία του χρόνου. Όταν η τιμή άσκησης ενός δικαιώματος αγοράς είναι χαμηλότερη από την τιμή του υποκείμενου τίτλου, τότε το δικαίωμα έχει εσωτερική αξία. Στην περίπτωση ενός δικαιώματος αγοράς ο κανόνας είναι: όσο υψηλότερη είναι η αξία του υποκείμενου τίτλου σε σχέση με την τιμή άσκησης, τόσο μεγαλύτερη είναι η εσωτερική αξία και η αξία του δικαιώματος. Στην περίπτωση ενός δικαιώματος πώλησης, το δικαίωμα έχει εσωτερική αξία αν η τιμή άσκησής του είναι υψηλότερη από την τιμή του υποκείμενου τίτλου. Όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή δικαιώματος.

Αν η αξία του υποκείμενου τίτλου είναι μικρότερη από την τιμή άσκησης ενός δικαιώματος αγοράς, η εσωτερική αξία του δικαιώματος είναι μηδέν. Αντίστοιχα, αν η τιμή άσκησης σε ένα δικαίωμα πώλησης είναι μικρότερη από την τιμή του υποκείμενου τίτλου, η εσωτερική αξία του δικαιώματος πώλησης είναι μηδέν. Η αξία του χρόνου είναι η διαφορά μεταξύ της τιμής δικαιώματος και της εσωτερικής αξίας. Η αξία του χρόνου μειώνεται όσο πλησιάζει η ημερομηνία λήξης του και είναι πάντοτε μηδέν στην ημερομηνία λήξης. Συνήθως, για ένα δικαίωμα με μεγαλύτερη εναπομένουσα ζωή θα ζητείται μεγαλύτερη τιμή δικαιώματος απ’ ό,τι για ένα που πρόκειται να εκπνεύσει σύντομα, καθώς η πιθανότητα να υπάρξει μία ευνοϊκή μεταβολή της τάσης της τιμής μειώνεται ενώ η ημερομηνία λήξης πλησιάζει.

Όταν η τιμή άσκησης ενός δικαιώματος αγοράς είναι χαμηλότερη από την τρέχουσα τιμή του υποκείμενου τίτλου, το δικαίωμα έχει εσωτερική αξία. Το δικαίωμα πώλησης έχει εσωτερική αξία αν η τιμή άσκησης είναι μεγαλύτερη από την τρέχουσα τιμή του υποκείμενου τίτλου. Αυτά τα δικαιώματα λέγεται ότι βρίσκονται in-the-money. Η αντίθετη περίπτωση: όταν ένα δικαίωμα έχει μηδενική εσωτερική αξία λέμε ότι βρίσκεται out-of-the-money, κι αυτό συμβαίνει όταν η τιμή άσκησης ενός δικαιώματος αγοράς είναι υψηλότερη από την τιμή του υποκείμενου τίτλου ή, στην περίπτωση ενός δικαιώματος πώλησης, όταν η τιμή άσκησης είναι χαμηλότερη από την αξία του υποκείμενου τίτλου. Όταν η τιμή ενός τίτλου ταυτίζεται με την τιμή άσκησης, λέμε ότι το δικαίωμα βρίσκεται at-the-money.

Το περιθώριο ασφάλισης

Όταν αγοράζουμε ένα δικαίωμα αγοράς ή πώλησης δεν χρειάζεται να δεσμεύσουμε μετρητά ή μετοχές ως περιθώριο ασφάλισης. Ενεργούμε ως ασφαλιζόμενοι... Αντίθετα, η κατάθεση (δέσμευση) περιθωρίου ασφάλισης είναι υποχρεωτική όταν πουλάμε δικαιώματα αγοράς ή πώλησης, δηλαδή αναλαμβάνουμε υποχρεώσεις έναντι του αγοραστή, για τις οποίες πρέπει να δώσουμε εγγυήσεις ότι θα είμαστε σε θέση να καλύψουμε. Ενεργούμε ως ασφαλιστική εταιρεία... O υπολογισμός του απαιτούμενου περιθωρίου ασφάλισης γίνεται βάσει του σχετικού προγράμματος λογισμικού που διαθέτει η ΕΤΕΣΕΠ.

Oι επενδυτές έχουν τη δυνατότητα να υπολογίσουν οι ίδιοι το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης μέσω της χρήσης ειδικού λογισμικού που βρίσκεται στην ιστοσελίδα της Αγοράς Παραγώγων και ονομάζεται Υπολογισμός Περιθωρίου Ασφάλισης (Margin Calculator). Σημειώνεται ότι το περιθώριο ασφάλισης συνυπολογίζεται με τυχόν λοιπές θέσεις του επενδυτή σε άλλα παράγωγα προϊόντα του Χ.Α. Το περιθώριο ασφάλισης κατατίθεται σε μία από τις Τράπεζες Περιθωρίου Ασφάλισης, σε έναν λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης (margin account) στο όνομα του επενδυτή, που έχει ανοιχθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό. O λογαριασμός αυτός είναι τοκοφόρος. Αν δεσμευθούν μετοχές, τότε αυτές δεσμεύονται στη μερίδα και στον λογαριασμό αξιών που κατέχει ο επενδυτής στη χρηματιστηριακή ή στην τράπεζα με την οποία συνεργάζεται.

Το περιθώριο ασφάλισης δεσμεύεται υπέρ της ΕΤΕΣΕΠ. Το περιθώριο ασφάλισης (με οποιαδήποτε μορφή) πρέπει να είναι δεσμευμένο το αργότερο πριν από την έναρξη της επόμενης συνεδρίασης και αποδεσμεύεται μόνο όταν ο επενδυτής κλείσει τις θέσεις του.

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Η μόνη υποχρέωση που έχει ο αγοραστής των δικαιωμάτων είναι να καταβάλει την επόμενη ημέρα (Τ+1) το ασφάλιστρο (premium). Από εκεί και πέρα έχει το δικαίωμα/επιλογή να κλείσει τη θέση του όποτε επιθυμεί (δηλαδή να πουλήσει το δικαίωμα που κατέχει), να ασκήσει το δικαίωμά του και να παραλάβει τον υποκείμενο τίτλο ή να περιμένει μέχρι τη λήξη του δικαιώματος.

Αντίθετα, ο πωλητής δικαιωμάτων εισπράττει το ασφάλιστρο (premium) και στη συνέχεια πρέπει να περιμένει μέχρι τη λήξη του δικαιώματος ή όποτε ο κάτοχος του δικαιώματος προβεί στην άσκησή του (εφόσον το δικαίωμα είναι αμερικανικού τύπου). Βέβαια, ο πωλητής έχει την επιλογή να κλείσει τη θέση του (δηλαδή να επαναγοράσει το δικαίωμα πριν εκπνεύσει και συνεπώς να σταματήσει με αυτόν τον τρόπο τη δέσμευσή του), δηλαδή να πραγματοποιήσει αντίστροφη συναλλαγή.

O επενδυτής που συναλλάσσεται σε δικαιώματα πρέπει γενικώς να γνωρίζει τα παρακάτω:

- Την υποκείμενη αξία του δικαιώματος (δηλαδή τον δείκτη ή τη μετοχή).

- Το μέγεθος συμβολαίου (την ονομαστική αξία).

- Την ημερομηνία άσκησης (ευρωπαϊκού και αμερικανικού τύπου δικαιώματα).

- Την τιμή άσκησης.

- Το τίμημα του δικαιώματος.

Oι ωφέλειες από τα δικαιώματα

Η αγορά δικαιωμάτων δίνει στον επενδυτή μοναδικά πλεονεκτήματα:

- Προσφέρει πολλαπλάσιες αποδόσεις επί του επενδυμένου κεφαλαίου (μόχλευση), αφού ο επενδυτής πληρώνει, από την αρχή, μόνο ένα μικρό ασφάλιστρο.

- Δεν κινδυνεύει να χάσει ποσό μεγαλύτερο απ’ αυτό που έχει πληρώσει, δηλ. η μέγιστη ζημία του είναι το ποσό του ασφαλίστρου (που μπορεί να είναι και 50 ευρώ!).

- Δίνει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης όλων των τάσεων της αγοράς (ανοδικής με αγορά call και καθοδικής με αγορά put).

- Είναι απλώς ευέλικτα στη χρήση και έχουν χαμηλό κόστος στις συναλλαγές.

- Η λήψη ή η αντιστάθμιση μιας θέσης μπορεί να κλείσει οποιαδήποτε στιγμή πριν από τη λήξη του συμβολαίου, χάρη στη ρευστότητα που παρέχουν στην αγορά οι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers).

- Δεν απαιτούν μεγάλα κεφάλαια, αφού, για παράδειγμα, η αγορά ενός συμβολαίου δικαιώματος προαίρεσης μπορεί να μην ξεπερνά τα 50 ευρώ.

- Επιτρέπουν την επιδίωξη βραχυπρόθεσμων στόχων, παρόμοιων με την αγορά μετοχών, αλλά με τη δέσμευση κατά πολύ μικρότερων κεφαλαίων.

- Ακόμη και μικρές μεταβολές στις τιμές μίας μετοχής ή ενός δείκτη μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές αλλαγές στην αξία των δικαιωμάτων. Για τον κάτοχο του δικαιώματος η μόχλευση δικαιώματος υπονοεί ότι με τις «κατάλληλες» τάσεις της αγοράς τα κέρδη θα αυξηθούν πολύ γρήγορα, ενώ οι ζημίες σε κάθε περίπτωση παραμένουν περιορισμένες στην τιμή του δικαιώματος (premium) που προπλήρωσε.

Τι επηρεάζει το premium του δικαιώματος

- Η ΤΙΜΗ ΤOΥ ΥΠOΚΕΙΜΕΝOΥ ΤΙΤΛOΥ: Η τιμή του υποκείμενου τίτλου έχει τη μεγαλύτερη επίπτωση στην τιμή δικαιώματος. Κάθε μεταβολή στην τιμή του υποκείμενου τίτλου αντανακλάται στις μεταβολές στην τιμή δικαιώματος. Η έκταση της μεταβολής εξαρτάται από τη διαφορά μεταξύ της τιμής άσκησης και της τιμής του υποκείμενου τίτλου, καθώς και της εναπομένουσας ζωής του δικαιώματος. Λίγο πριν εκπνεύσει το δικαίωμα, η τιμή δικαιώματος καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τη διαφορά της τιμής άσκησης και της τιμής του υποκείμενου τίτλου (δηλ. την εσωτερική του αξία). Ενώ σε απόλυτους όρους η μεταβολή στην τιμή δικαιώματος είναι μικρότερη από την απόλυτη μεταβολή της τιμής του υποκείμενου τίτλου, η ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του δικαιώματος είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μεταβολή της τιμής του υποκείμενου τίτλου (αποτέλεσμα μόχλευσης).

- Η ΤΙΜΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤOΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ: Η διαφορά μεταξύ της τιμής άσκησης και της τιμής του υποκείμενου τίτλου καθορίζει την εσωτερική αξία του δικαιώματος. Υπάρχουν πάντα στην αγορά δικαιώματα με διαφορετικές τιμές άσκησης (τουλάχιστον 11) για να επιλέγουν οι επενδυτές. Το δικαίωμα αγοράς με τη χαμηλότερη τιμή άσκησης είναι το πιο ακριβό, καθώς έχει την υψηλότερη εσωτερική αξία. Αντίθετα, το δικαίωμα πώλησης με τη χαμηλότερη τιμή άσκησης είναι και το φθηνότερο, καθώς έχει τη χαμηλότερη εσωτερική αξία.

- Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΖΩΗΣ ΤOΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ: Η αξία του χρόνου και συνεπώς η τιμή του δικαιώματος είναι υψηλότερη όσο περισσότερος χρόνος απομένει μέχρι την ημερομηνία λήξης. Η αξία του χρόνου μειώνεται όσο ο εναπομένων χρόνος ζωής του δικαιώματος μικραίνει. Όσο πιο κοντά είναι η ημερομηνία λήξης, τόσο μεγαλύτερη είναι η μείωση στην αξία του χρόνου. Την ημερομηνία λήξης η τιμή του δικαιώματος ισούται με την εσωτερική αξία.

- Η ΜΕΤΑΒΛΗΤOΤΗΤΑ ΤOΥ ΥΠOΚΕΙΜΕΝOΥ ΤΙΤΛOΥ: Η μονάδα μέτρησης που αντανακλά το μέγεθος και τη συχνότητα των διακυμάνσεων της τιμής του υποκείμενου τίτλου μέσα σε μία συγκεκριμένη περίοδο χρόνου ονομάζεται μεταβλητότητα (volatility). Η ιστορική μεταβλητότητα υπολογίζεται από τις ιστορικές τιμές του υποκείμενου τίτλου. Ωστόσο, στον υπολογισμό μίας «δίκαιης» τιμής δικαιώματος η μελλοντική μεταβλητότητα (από την ημέρα συναλλαγής ως τη λήξη) είναι αυτή που καθορίζει τα κέρδη ή τις ζημίες. Η μεταβλητότητα που «διαισθάνεται» η αγορά ονομάζεται τεκμαρτή (implied) μεταβλητότητα και μπορεί να υπολογιστεί μέσω ενός μοντέλου αποτίμησης δικαιωμάτων. O υπολογισμός της βασίζεται στην υπόθεση ότι, δεδομένου επαρκούς ενδιαφέροντος από τους συναλλασσόμενους, η τιμή δικαιώματος που ζητείται για το δικαίωμα που βρίσκεται στην ισοδύναμη χρηματική του αξία (at-the-money) αντιπροσωπεύει μία «δίκαιη τιμή δικαιώματος». Η τιμή δικαιώματος επηρεάζεται σημαντικά και άμεσα από την έκταση των διακυμάνσεων της τιμής. Αν η αγορά προσδοκά σε μεγάλη μεταβλητότητα της τιμής του υποκείμενου τίτλου, όχι μόνο θα είναι υψηλή η αξία του χρόνου, αλλά και η τιμή δικαιώματος.

- ΤO ΕΠΙΤOΚΙO: Όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση στις τιμές των δικαιωμάτων αγοράς - λόγω της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης που αντιμετωπίζει ο πωλητής - και τόσο μεγαλύτερη είναι η πτώση στις τιμές των δικαιωμάτων πώλησης, καθώς ο πωλητής του δικαιώματος μπορεί να επενδύσει και να κερδίσει τόκους από ένα κεφάλαιο ισοδύναμο του μεγέθους του συμβολαίου. Η αγορά αντανακλά τα οφέλη ή τα κόστη του πωλητή σε κάθε περίπτωση.

- Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΜΕΡΙΣΜΑΤΩΝ: Ως έναν βαθμό, τα μερίσματα που πληρώνονται σε μία μετοχή έχουν και αυτά επίπτωση στην τιμή δικαιώματος, καθώς προκαλούν πτώση της τιμής του υποκείμενου τίτλου. Με βάση τις παραπάνω παραμέτρους μπορούμε να εκτιμήσουμε τη θεωρητική τιμή δικαιώματος. Όμως στην πράξη, η τιμή ενός δικαιώματος επηρεάζεται από τις προσδοκίες των επενδυτών, τις εναλλακτικές επενδυτικές ευκαιρίες, το κόστος συναλλαγής και τη διάθεση μετοχών, δηλαδή από την προσφορά και τη ζήτηση. Είναι δυνατόν να υπολογισθεί η θεωρητική αξία με διάφορους τρόπους, αλλά η πραγματική τιμή δικαιώματος πάντοτε θα καθορίζεται από την αγορά.

Πώς γίνονται οι συναλλαγές

Υπάρχουν αρκετοί τρόποι μέσω των οποίων ένας επενδυτής μπορεί να πάρει θέση στην πορεία της τιμής μιας μετοχής ή ενός δείκτη, είτε αναμένει άνοδο είτε αναμένει πτώση: συναλλαγή τοις μετρητοίς, συναλλαγή τοις μετρητοίς και χρήση λογαριασμού περιθωρίου, προθεσμιακή συναλλαγή, Συμβόλαιο Μελλοντικής Εκπλήρωσης, Δικαιώματα Προαίρεσης.

1. ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤOΙΣ ΜΕΤΡΗΤOΙΣ (CASH TRANSACTION)

O αγοραστής αποκτά (την ημέρα Τ) τον χρηματοοικονομικό τίτλο (τη μετοχή ή το καλάθι μετοχών ενός δείκτη) και καταβάλλει την πλήρη αξία της αγοράς του με την εκκαθάριση της συναλλαγής τρεις ημέρες αργότερα (την Τ+3). O πωλητής παραδίδει τον τίτλο και λαμβάνει τα χρήματα. Για τη συναλλαγή αυτή, η οποία για τις μετοχές γίνεται στην οργανωμένη ρηματιστηριακή αγορά του Χ.Α., η παράδοση των τίτλων και η παραλαβή των χρημάτων γίνονται ταυτόχρονα. Η διαδικασία αυτή λέγεται «παράδοση έναντι πληρωμής» (delivery versus payment - DVP) και διενεργείται με τη βοήθεια του Αποθετηρίου (ΚΑΑ). O μηχανισμός DVP εγγυάται ότι δεν δίνεις τα χρήματα αν δεν λάβεις τους τίτλους και αντίστροφα, επομένως προσφέρει μιας μορφής εγγύηση στους δύο αντισυμβαλλομένους.

2. ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤOΙΣ ΜΕΤΡΗΤOΙΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΛOΓΑΡΙΑΣΜOΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙOΥ (MARGIN ACCOUNT)

Στην περίπτωση αυτή ο αγοραστής αποκτά (την ημέρα Τ) τη μετοχή και καταβάλλει το 50% της πλήρους αξία της με την εκκαθάριση της συναλλαγής, η οποία διενεργείται τρεις ημέρες αργότερα (δηλαδή την Τ+3). O πωλητής παραδίδει τον τίτλο και λαμβάνει το 100% των χρημάτων.

Και σε αυτή την περίπτωση ο μηχανισμός DVP του KAA εγγυάται ότι δεν δίνεις τα χρήματα αν δεν λάβεις τους τίτλους και αντίστροφα, επομένως και σε αυτή την περίπτωση προσφέρει μιας μορφής εγγύηση στους αντισυμβαλλομένους. Η διαφορά με τη συναλλαγή τοις μετρητοίς είναι ότι ο αγοραστής καταβάλλει μόνο το 50% της αξίας της συναλλαγής. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταβληθεί το υπόλοιπο 50%, σε περίπτωση π.χ. που η αγορά είναι πτωτική και ο αγοραστής δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. Γι’ αυτό η πληρωμή του 50% της πλήρους αξίας της συναλλαγής συνοδεύεται με την καταβολή των ίδιων των μετοχών ως εγγύηση καλής εκπλήρωσης της υποχρέωσης του αγοραστή. Αυτή η διαδικασία προσφέρεται ως υπηρεσία από τα μέλη μέσω των οποίων ο επενδυτής κάνει τη συναλλαγή (το λεγόμενο margin μετοχών). Αν η αγορά υποχωρεί και επομένως και η αξία του ενεχύρου μειώνεται, το μέλος ζητά από τον επενδυτή και πρόσθετες εγγυήσεις, αλλιώς του ρευστοποιεί μέρος του ενεχύρου.

3. ΠΡOΘΕΣΜΙΑΚΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ (FORWARD CONTRACT)

Μέσω προθεσμιακής συναλλαγής ένας αγοραστής και ένας πωλητής μπορούν να συμφωνήσουν σε μια τιμή, με βάση την οποία ο αγοραστής αγοράζει και ο πωλητής πουλάει την υποκείμενη αξία, χωρίς όμως την ίδια μέρα να υπάρξει ανταλλαγή είτε χρημάτων είτε της κυριότητας της αξίας μεταξύ των δύο αντισυμβαλλομένων. Ταυτόχρονα, οι δύο αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν για μια μελλοντική ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να συμβεί η ανταλλαγή της υποκείμενης αξίας και των χρημάτων. Επομένως, σε αυτού του τύπου τη συναλλαγή υπάρχει μόνο η συμφωνία για παράδοση σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε τις εξής διαφοροποιήσεις:

- H συναλλαγή γίνεται με απευθείας επικοινωνία των αντισυμβαλλομένων (δεν υπάρχει οργανωμένη αγορά και τυποποίηση των συμφωνιών αυτών). Τα επιμέρους χαρακτηριστικά της συναλλαγής συμφωνούνται αποκλειστικά και μόνο από τους αντισυμβαλλομένους.

- Δεν υπάρχει κεντρικός μηχανισμός ο οποίος να εγγυάται προς τους δύο αντισυμβαλλομένους την καλή εκπλήρωση της συμφωνίας τους. Επομένως, θα πρέπει και οι δύο να διαθέτουν μηχανισμό ο οποίος να μπορεί να μετρήσει τον κίνδυνο αθέτησης της υποχρέωσης από τον αντισυμβαλλόμενο και να το λάβουν υπόψη τους στους ισολογισμούς τους και στη συνολική διαχείριση του κινδύνου.

- Δεν υπάρχει ρευστή αγορά στην οποία να μπορούν να κλείσουν όποτε θελήσουν την παραπάνω θέση. Θα πρέπει να καταφύγουν είτε στον ίδιο αντισυμβαλλόμενο είτε σε άλλο αντισυμβαλλόμενο, με τον οποίο θα πάρουν αντίθετη θέση από την προηγούμενη. Στη δεύτερη περίπτωση, ο πιστωτικός κίνδυνος αυξάνεται.

Τα προθεσμιακά συμβόλαια θεωρούνται παράγωγα προϊόντα εφόσον η συναλλαγή γίνεται επί κάποιας υποκείμενης αξίας και εφόσον η εκκαθάριση της συναλλαγής δεν γίνεται τοις μετρητοίς ή με λογαριασμό περιθωρίου.

4. ΣΥΜΒOΛΑΙO ΜΕΛΛOΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ (FUTURES CONTRACT)

Τα ΣΜΕ χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μερικές από τις αδυναμίες των προθεσμιακών συμβολαίων, δηλαδή την έλλειψη τυποποίησης, κεντρικού αντισυμβαλλομένου και ρευστής αγοράς. Είναι στην ουσία τυποποιημένα προθεσμιακά συμβόλαια τα οποία διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές, με επαρκή συνήθως ρευστότητα και με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τον Oίκο Εκκαθάρισης της Αγοράς Παραγώγων.

Tα ΣΜΕ αποτελούν υποχρεώσεις τόσο για τον αγοραστή όσο και για τον πωλητή και διαθέτουν τόσο ημερήσιο διακανονισμό, όπου τα κέρδη και οι ζημίες πληρώνονται σε ημερήσια βάση από τον αγοραστή και τον πωλητή, όσο και περιθώριο ασφάλισης παραγώγου (derivatives margin) ως εγγύηση καλής εκτέλεσης, η οποία καταβάλλεται και από τον αγοραστή και από τον πωλητή. Τα πλεονεκτήματα των ΣΜΕ μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

- Απαιτούν καταβολή σχετικά μικρού αρχικού κεφαλαίου (ως περιθώριο ασφάλισης - margin) για τη λήψη είτε θέσης αγοράς είτε θέσης πώλησης.

- Δεν απαιτείται κατά την αρχική συναλλαγή η ανταλλαγή χρημάτων. Υπάρχει όμως ημερήσιος διακανονισμός, με βάση τον οποίο καταβάλλονται και εισπράττονται σε καθημερινή βάση οι ζημίες και τα κέρδη και από τους δύο συναλλασσομένους (αγοραστή και πωλητή).

- Oι συναλλασσόμενοι δεν λαμβάνουν υπόψη τους πιστωτικούς κινδύνους, αφού ο Oίκος Εκκαθάρισης (η ΕΤΕΣΕΠ) παρέχει απόλυτη εγγύηση για τη συναλλαγή τους.

- Επιτρέπουν υψηλή μόχλευση θέσης, αφού ως περιθώριο ασφάλισης μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετοχές, ομόλογα και μετρητά (σε τοκοφόρο λογαριασμό). Έτσι, αφού δεν απαιτείται υψηλό αρχικό κεφάλαιο, ο επενδυτής μπορεί να πάρει θέση σε πολλαπλάσιας αξίας συναλλαγή. Επομένως, ο επενδυτής μπορεί μέσω της υψηλής μόχλευσης να κυνηγήσει και υψηλές αποδόσεις, πολλαπλάσιες αυτών της υποκείμενης αγοράς.

Τα μειονεκτήματα των ΣΜΕ είναι:

- Απαιτούν την καταβολή αρχικού κεφαλαίου (margin) για τη λήψη είτε θέσης αγοράς είτε θέσης πώλησης. Το ιδανικό για έναν επενδυτή θα ήταν το αρχικό αυτό κεφάλαιο να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο.

- Λόγω του ημερήσιου διακανονισμού πρέπει να υπάρχει συνεχής παρακολούθηση, ώστε ο επενδυτής είτε να φροντίσει να κλείσει τη θέση του, σε περίπτωση που δεν επαρκούν τα κεφάλαιά του για να καλύψει ζημία πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο, είτε να πάρει τα κέρδη του σε περίπτωση που η προσδοκία του επαληθευτεί και δεν επιθυμεί να κρατήσει τη θέση για περισσότερο χρονικό διάστημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η υψηλή μόχλευση θέσης μπορεί να προσφέρει υψηλές αποδόσεις, αλλά μπορεί να προσφέρει και υψηλές ζημίες, επομένως απαιτείται παρακολούθηση των θέσεων.

6. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡOΑΙΡΕΣΗΣ (OPTIONS)

Τα δικαιώματα προαίρεσης είναι σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία τα οποία διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές και προσφέρουν τη δυνατότητα σε επενδυτές να καθορίσουν ακριβώς το επίπεδο κινδύνου που επιθυμούν να αναλάβουν. Oι επενδυτές μπορούν να υπολογίσουν το αρχικό ποσό το οποίο επιθυμούν να επενδύσουν, να περιγράψουν την προσδοκία τους για την πορεία της τιμής της υποκείμενης αξίας, το μέγιστο ποσό το οποίο είναι διατεθειμένοι να χάσουν και, εάν επιθυμούν, να λάβουν κίνδυνο πολλαπλάσιο της αρχικής τους επένδυσης. Τα δικαιώματα προσφέρουν μη γραμμικότητα στις αποδόσεις, δηλαδή ο επενδυτής μπορεί να προπληρώσει ένα ποσό για να συμμετέχει απεριόριστα σε κέρδη σε άνοδο ή κάθοδο της τιμής της υποκείμενης αξίας, χωρίς να κινδυνεύει να χάσει ποσό μεγαλύτερο από αυτό που έχει ήδη προπληρώσει. Αυτή η συμπεριφορά θυμίζει κατά κάποιο τρόπο το «λαχείο» ή την «αγορά ασφάλειας». Όμως, για τα δικαιώματα υπάρχει πλειάδα στρατηγικών, οι οποίες προσαρμόζονται στις επιδιώξεις και στην οικονομική δυνατότητα του επενδυτή. Κατά κάποιον τρόπο, τα δικαιώματα είναι το πιο ολοκληρωμένο χρηματοοικονομικό προϊόν, αφού μπορεί να προσομοιάσει σε οποιαδήποτε από τις αποδόσεις των προηγούμενων χρηματοοικονομικών εργαλείων.

Στρατηγικές για την άνοδο και την πτώση

Τόσο τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης όσο και τα Δικαιώματα Προαίρεσης μας επιτρέπουν, με τους κατάλληλους χειρισμούς και στρατηγικές, να αποκομίσουμε κέρδη ανεξαρτήτως της πορείας που θα ακολουθήσει η αγορά. Τα παραδείγματα που ακολουθούν (με πραγματικά στοιχεία της αγοράς στον FTSE/ASE Mid-40) δείχνουν τον τρόπο.

Eπένδυση στην ανοδική προσδοκία

- ΑΓOΡΑ ΣΜΕ: Βρισκόμαστε στις αρχές Δεκεμβρίου 2003. Η αγορά το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει κινηθεί με σταθεροποιητικές τάσεις και ο δείκτης FTSE/ASE Mid-40 βρίσκεται στα επίπεδα των 2.350 μονάδων. Κάποιος επενδυτής που χρησιμοποιεί δείκτες τεχνικής ανάλυσης και συγκεκριμένα τον δείκτη MACD (κινητός μέσος όρος σύγκλισης - απόκλισης), προσδοκά μια σύντομη ανάκαμψη των τιμών της μεσαίας κεφαλαιοποίησης. Για να υλοποιήσει την προσδοκία του και έχοντας διαθέσιμο κεφάλαιο 6.500 ευρώ, αγοράζει στις 4 Δεκεμβρίου 2003 5 ΣΜΕ στον δείκτη FTSE/ASE Mid-40 με μήνα λήξης τον Ιανουάριο 2004, στις 2.370 μονάδες δείκτη. Η τιμή εκκαθάρισης του ΣΜΕ την ίδια ημέρα καθορίζεται στις 2.376 μονάδες και η τιμή κλεισίματος του υποκείμενου δείκτη στην Αγορά Μετοχών του Χ.Α. στις 2.354 μονάδες.

Το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης (margin) που οφείλει να δεσμεύσει ο επενδυτής υπέρ ΕΤΕΣΕΠ ορίζεται στο 10% της τιμής κλεισίματος του δείκτη για κάθε συμβόλαιο. Μέχρι το επόμενο πρωί, ο επενδυτής θα πρέπει να καταβάλει ως περιθώριο ασφάλισης στον αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό 5 x 2.354 x 10% x 5 ευρώ = 5.885 ευρώ (εφόσον μια μονάδα του δείκτη ισοδυναμεί με 5 ευρώ). Ταυτόχρονα, μέσω του ημερήσιου διακανονισμού της 4ης Δεκεμβρίου, ο επενδυτής θα εισπράξει και τα κέρδη από την ημερήσια άνοδο του ΣΜΕ σε σχέση με την τιμή που αγόρασε. Τα κέρδη αυτά ανέρχονται σε 5 x (2.376 - 2.370) x 5 ευρώ = 150 ευρώ.

Να σημειώσουμε ότι ο επενδυτής έχει διαθέσιμα 6.500 - 5.885 = 615 ευρώ για να καλύψει τυχόν ζημίες από τον ημερήσιο διακανονισμό, με βάση το αρχικό του κεφάλαιο. Αν αποφασίσει ότι χρειάζεται μεγαλύτερο κεφάλαιο για τον διακανονισμό, τότε είτε αγοράζει λιγότερα συμβόλαια είτε χρησιμοποιεί σαν αρχικό περιθώριο ασφάλισης μετοχές που ήδη έχει (τις δεσμεύει υπέρ ΕΤΕΣΕΠ).

Για κάθε ημέρα που ο επενδυτής διατηρεί τη θέση του ανοικτή στην Αγορά Παραγώγων, θα εισπράττει τα κέρδη ή θα καταβάλει τις ζημίες από τον ημερήσιο διακανονισμό του ΣΜΕ. Ταυτόχρονα το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης θα καθορίζεται πάντα με βάση την τιμή κλεισίματος του δείκτη στην υποκείμενη αγορά.

Oι προσδοκίες του επενδυτή τελικά πραγματοποιούνται και οι τιμές του δείκτη FTSE/ASE Mid-40, αλλά και του ΣΜΕ Ιανουαρίου κινούνται ανοδικά, όπως μπορούμε να δούμε στο Διάγραμμα 1 (μπορείτε να το δείτε στην PDF έκδοση). Μάλιστα, μέχρι τη λήξη του ΣΜΕ Ιανουαρίου στις 16/1/2004, ο δείκτης μεσαίας κεφαλαιοποίησης έχει παρουσιάσει άνοδο κατά 377 μονάδες (απόδοση 16%). Έτσι, ο επενδυτής που ανέμενε την άνοδο της αγοράς μέχρι τη λήξη του Ιανουαρίου, πιστεύει πλέον ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου έχει ολοκληρωθεί. Oι εναλλακτικές για τον επενδυτή είναι είτε να κλείσει τη θέση του την τρίτη Παρασκευή του Ιανουαρίου 2004, οπότε και λήγει τελικά το ΣΜΕ, είτε να μετακυλίσει τη θέση του στον επόμενο μήνα περιμένοντας περαιτέρω άνοδο. Με βάση και τα διαγράμματα τεχνικής ανάλυσης, αποφασίζει να κλείσει τη θέση του στο ΣΜΕ, «κλειδώνοντας» τα ως εκείνη την ημέρα κέρδη του και αποδεσμεύοντας παράλληλα το περιθώριο ασφάλισης (αρχικό κεφάλαιο).

Η τιμή εκκαθάρισης του ΣΜΕ στη λήξη Ιανουαρίου είναι η τιμή κλεισίματος του δείκτη στην υποκείμενη αγορά εκείνη την ημέρα, δηλαδή οι 2.631 μονάδες δείκτη. Το συνολικό κέρδος που εισέπραξε μέχρι εκείνη την ημέρα από τον καθημερινό χρηματικό διακανονισμό είναι 5 Χ (2.631 - 2.370) Χ 5 ευρώ = 6.525 ευρώ. Ταυτόχρονα, το μέγιστο περιθώριο ασφάλισης που κλήθηκε να δεσμεύσει ήταν το πρωί της 15ης Ιανουαρίου και ανήλθε σε 5 Χ 2.611,30 x 10% Χ 5 = 6.543,25 ευρώ, δεδομένου ότι ο δείκτης την προηγούμενη εργάσιμη (14 Ιανουαρίου) έκλεισε στις 2.611,30 μονάδες. Η συνολική απόδοση του επενδυτή στο κεφάλαιό του, λοιπόν, ήταν 6.525/6.543,25 = 99,7%, μέσα σε χρονικό διάστημα 28 ημερών, ενώ η αντίστοιχη ποσοστιαία άνοδος του δείκτη ήταν περίπου 16%.

Aξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση παραγώγων στον δείκτη επιτρέπει την αποτελεσματική διαφοροποίηση στο χαρτοφυλάκιο, εφόσον δεν βασίζεται σε αποδόσεις επιμέρους μετοχών, αλλά στη συνολική απόδοση του κλάδου της μεσαίας κεφαλαιοποίησης. Η στρατηγική αγοράς ΣΜΕ επιτρέπει την υλοποίηση υψηλών αποδόσεων σε άνοδο τιμών (λόγω της μόχλευσης), αλλά παράλληλα εμπεριέχει και μεγάλο ρίσκο για τον επενδυτή σε περίπτωση πτώσης τιμών. Έτσι, ο επενδυτής ενδέχεται να κληθεί να καταβάλει ζημίες που υπερβαίνουν το αρχικό του κεφάλαιο σε περίπτωση μεγάλης πτώσης του δείκτη. Επομένως, πρέπει πάντα να θέτει και σημείο όπου κλείνει τη θέση του (stop loss) με βάση το διαθέσιμο κεφάλαιο που έχει.

- ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ: Ας εξετάσουμε τώρα την περίπτωση που στις αρχές Δεκεμβρίου 2003 ο επενδυτής μας έχει ανοδικές προσδοκίες για την τιμή του δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης μέχρι και τα μέσα Ιανουαρίου, διαθέτει περίπου 6.500 ευρώ ως αρχικό κεφάλαιο, αλλά δεν επιθυμεί να αναλάβει κίνδυνο ζημιών μεγαλύτερων του αρχικού διαθεσίμου κεφαλαίου.

O επενδυτής αποφασίζει στις 4 Δεκεμβρίου 2003 να αγοράσει δικαιώματα αγοράς (long call) στον δείκτη FTSE/ASE Mid-40 με λήξη τον Ιανουάριο 2004 και τιμή άσκησης 2.300 μονάδες, τη στιγμή που ο δείκτης την προηγούμενη εργάσιμη, δηλαδή στις 3 Δεκεμβρίου, έκλεισε στις 2.346 μονάδες. Αυτά τα δικαιώματα είναι In-the-money (ΙTM), διότι εμπεριέχουν κάποια εσωτερική αξία (2.346 - 2.300 = 46 μονάδες δείκτη), πέραν της αξίας χρόνου.

Με άλλα λόγια, ο επενδυτής θα είχε όφελος 46 μονάδων (= 46 x 5 ευρώ = 230 ευρώ) εάν μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα τη στιγμή εκείνη, όταν ο δείκτης διαπραγματεύεται στις 2.346 μονάδες. Αν επιθυμεί ο επενδυτής να χρησιμοποιήσει μικρότερο μέρος από το κεφάλαιο που έχει, μπορεί είτε να αγοράσει μικρότερο αριθμό δικαιωμάτων είτε να επιλέξει υψηλότερη τιμή άσκησης, out-of-the-money, ώστε το δικαίωμα να του στοιχίσει λιγότερο. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση η πιθανότητα να κερδίσει είναι μικρότερη, αλλά η απόδοση μπορεί να είναι σημαντικά υψηλότερη (αφού το αρχικό κεφάλαιο μειώνεται).

Η τιμή διαπραγμάτευσης του συγκεκριμένου δικαιώματος (premium) στις 4 Δεκεμβρίου στην Αγορά Παραγώγων του Χ.Α. κινήθηκε στα επίπεδα των 110 - 130 μονάδων δείκτη. Έστω ότι ο επενδυτής αγόρασε τελικά 10 δικαιώματα αγοράς, για τα οποία δαπάνησε το τίμημα (premium) των 130 μονάδων ανά δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι το συνολικό κόστος του επενδυτή είναι 10 Χ 130 Χ 5 ευρώ = 6.500 ευρώ (εφόσον μια μονάδα του δείκτη αντιστοιχεί σε 5 ευρώ). Λόγω του γεγονότος ότι ο επενδυτής αγοράζει δικαιώματα προαίρεσης, ο κίνδυνός του περιορίζεται στο αρχικό κόστος της στρατηγικής. Έτσι, δεν υποχρεούται να δεσμεύσει κάποιο περιθώριο ασφάλισης υπέρ ΕΤΕΣΕΠ.

O δείκτης FTSE/ASE Mid-40 στο επόμενο χρονικό διάστημα κινείται ανοδικά και τελικά στη λήξη της 16ης Ιανουαρίου 2004 ο δείκτης κλείνει στις 2.631 μονάδες. O επενδυτής που ανέμενε μέχρι τη λήξη του Ιανουαρίου, πιστεύει ότι η άνοδος αυτή του δείκτη ενδέχεται να σταματήσει στα τρέχοντα επίπεδα και αποφασίζει να μη μετακυλίσει τη θέση του, «κλειδώνοντας» τα ως εκείνη την ημέρα κέρδη. Στις 16 Ιανουαρίου ασκεί τα δικαιώματα αγοράς και εισπράττει την εσωτερική αξία των δικαιωμάτων στη λήξη. Η εσωτερική αξία για τα δικαιώματα αγοράς του επενδυτή υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ της τιμής κλεισίματος του δείκτη και της τιμής άσκησης των δικαιωμάτων. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, ο επενδυτής εισπράττει από την άσκηση των δικαιωμάτων 10 Χ (2.631 - 2.300) Χ 5 ευρώ = 16.550 ευρώ.

Αν αναλογιστούμε το αρχικό κόστος αγοράς των δικαιωμάτων, ο επενδυτής «κλειδώνει» έτσι κέρδος που ανέρχεται στα 16.550 - 6.500 = 10.050 ευρώ. To κέρδος αυτό αντιστοιχεί σε μια απόδοση επί του αρχικού κεφαλαίου: 10.050/6.500 = 155%, τη στιγμή που ο δείκτης κατά την ίδια περίοδο παρουσίασε άνοδο 16%. Ας σημειώσουμε ότι και σε περίπτωση που η αγορά είχε κινηθεί έντονα πτωτικά (ο δείκτης FTSE/ASE Mid-40 κάτω από τις 2.300 μονάδες στις 16 Ιανουαρίου), η μέγιστη ζημία του επενδυτή θα ήταν το αρχικό ποσό της επένδυσης, δηλαδή τα 6.500 ευρώ.

Επένδυση στην πτωτική προσδοκία

- ΠΩΛΗΣΗ ΣΜΕ: Βρισκόμαστε στα τέλη Ιανουαρίου 2004. Η αγορά το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει κινηθεί με ιδιαίτερα ανοδικές τάσεις και ο FTSE/ASE Mid 40 βρίσκεται στα επίπεδα των 2.600 μονάδων. Κάποιος επενδυτής που χρησιμοποιεί δείκτες τεχνικής ανάλυσης, και συγκεκριμένα τον δείκτη MACD (κινητός μέσος όρος σύγκλισης - απόκλισης) προσδοκά σε μια σύντομη διόρθωση των τιμών της μεσαίας κεφαλαιοποίησης.
 
Για να υλοποιήσει την προσδοκία του με το κεφάλαιο των 6.500 ευρώ που διαθέτει, πουλά στις 27 Ιανουαρίου 2004 5 ΣΜΕ στον FTSE/ASE Mid 40 με μήνα λήξης τον Μάρτιο 2004 στις 2.675 μονάδες. Η τιμή εκκαθάρισης του ΣΜΕ την ίδια ημέρα καθορίζεται στις 2.664,5 μονάδες και η τιμή κλεισίματος του υποκείμενου δείκτη στην Αγορά Μετοχών του Χ.Α. στις 2.581,20 μονάδες. Το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης (margin) που οφείλει να δεσμεύσει ο επενδυτής υπέρ ΕΤΕΣΕΠ ορίζεται στο 10% της τιμής κλεισίματος του δείκτη για κάθε συμβόλαιο.

Μέχρι το επόμενο πρωί ο επενδυτής θα πρέπει να καταβάλει στον τραπεζικό του λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης 5 x 2.581,20 x 10% Χ 5 ευρώ = 6.453 ευρώ (εφόσον μια μονάδα του δείκτη ισοδυναμεί με 5 ευρώ). Ταυτόχρονα, μέσω του ημερήσιου διακανονισμού της 27ης Ιανουαρίου, ο επενδυτής θα εισπράξει και τα κέρδη από την ημερήσια πτώση του ΣΜΕ σε σχέση με την τιμή που αυτός εκτέλεσε την πώληση. Τα κέρδη αυτά ανέρχονται σε 5 Χ (2.675 - 2.664,5) Χ 5 ευρώ = 262,5 ευρώ.

Για κάθε ημέρα που ο επενδυτής διατηρεί τη θέση πώλησης ΣΜΕ ανοικτή στην Αγορά Παραγώγων, θα εισπράττει τα κέρδη ή θα καταβάλλει τις ζημίες που προκύπτουν από τον ημερήσιο διακανονισμό του ΣΜΕ. Ταυτόχρονα, το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης θα καθορίζεται πάντα με βάση την τιμή κλεισίματος του δείκτη στην υποκείμενη αγορά.

Oι προσδοκίες του επενδυτή τελικά πραγματοποιούνται και οι τιμές του FTSE/ASE Mid 40, αλλά και του ΣΜΕ Μαρτίου κινούνται πτωτικά, όπως μπορούμε να δούμε στο Διάγραμμα 3. Μάλιστα, μέχρι τις 8/3/2004 ο FTSE/ASE Mid 40 έχει παρουσιάσει πτώση κατά 200 περίπου μονάδες (που αντιστοιχούν σε απόδοση -8%). O επενδυτής, που εξακολουθεί να παρακολουθεί μέσω τεχνικής ανάλυσης τον δείκτη, εντοπίζει ένα «σήμα αγοράς» μέσω του δείκτη MACD, κάτι που ενδέχεται να καθορίζει βραχυπρόθεσμα το τέλος της πτωτικής πορείας του δείκτη.

Έτσι, αποφασίζει να κλείσει τη θέση του, κλειδώνοντας τα ως εκείνη την ημέρα κέρδη και αποδεσμεύοντας παράλληλα το περιθώριο ασφάλισης (αρχικό κεφάλαιο).

Για το κλείσιμο θέσης πώλησης του ΣΜΕ ο επενδυτής πραγματοποιεί στην Αγορά Παραγώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών την αντίθετη συναλλαγή. Αγοράζει δηλαδή στις 8/3/2004 5 ΣΜΕ λήξης Μαρτίου 2004 στην τιμή των 2.400 μονάδων δείκτη. Το συνολικό κέρδος που εισέπραξε μέχρι εκείνη την ημέρα από τον καθημερινό χρηματικό διακανονισμό είναι 5 Χ (2.675 - 2.400) Χ 5 ευρώ = 6.875 ευρώ.

Ταυτόχρονα, το μέγιστο περιθώριο ασφάλισης που κλήθηκε να δεσμεύσει ήταν το πρωί της 28ης Ιανουαρίου και ανήλθε στο αρχικό ποσό επένδυσης των 6.453 ευρώ, δεδομένου ότι ο δείκτης την προηγούμενη εργάσιμη (27/1) έκλεισε στις 2.581,20 μονάδες.

Η συνολική απόδοση του επενδυτή στο κεφάλαιό του ήταν λοιπόν 6.875 / 6.453 = 107%, μέσα σε διάστημα 29 ημερών, ενώ η αντίστοιχη ποσοστιαία πτώση του δείκτη ήταν περίπου 8%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση παραγώγων στον δείκτη επιτρέπει την αποτελεσματική διαφοροποίηση στο χαρτοφυλάκιο, εφόσον δεν βασίζεται σε αποδόσεις επιμέρους μετοχών, αλλά στη συνολική απόδοση του κλάδου της μεσαίας κεφαλαιοποίησης.

Η στρατηγική πώλησης ΣΜΕ επιτρέπει την υλοποίηση υψηλών αποδόσεων σε πτώση τιμών (λόγω της μόχλευσης), αλλά παράλληλα εμπεριέχει και μεγάλο ρίσκο για τον επενδυτή σε περίπτωση ανόδου τιμών.

Έτσι, ο επενδυτής ενδέχεται να κληθεί να καταβάλει ζημίες που υπερβαίνουν το αρχικό του κεφάλαιο σε περίπτωση μεγάλης ανόδου του δείκτη. Στο επόμενο παράδειγμα θα δούμε την αντίστοιχη στρατηγική με δικαιώματα προαίρεσης που επιτρέπει τον περιορισμό της μέγιστης ζημίας σε γνωστά εκ των προτέρων επίπεδα, χωρίς να αφαιρεί τη δυνατότητα για υψηλές αποδόσεις.

ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ: Ας εξετάσουμε τώρα την περίπτωση όπου, στα τέλη Ιανουαρίου 2004, ένας επενδυτής έχει πτωτικές προσδοκίες για την τιμή του δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης μέχρι και τις αρχές Μαρτίου, διαθέτει περίπου 6.500 ευρώ ως αρχικό κεφάλαιο, αλλά δεν επιθυμεί να αναλάβει κίνδυνο ζημιών μεγαλύτερο του αρχικού διαθεσίμου κεφαλαίου. O επενδυτής αποφασίζει στις 27 Ιανουαρίου 2004 να αγοράσει δικαιώματα πώλησης (put) στον δείκτη FTSE/ASE Mid 40 με λήξη τον Μάρτιο 2004 και τιμή άσκησης 2.700 μονάδες, τη στιγμή που ο δείκτης την προηγούμενη εργάσιμη (26 Ιανουαρίου) έκλεισε στις 2.576 μονάδες. Αυτά τα δικαιώματα είναι in-the-money (ΙTM) διότι εμπεριέχουν κάποια εσωτερική αξία (2.700 - 2.576 = 124 μονάδες δείκτη) πέραν της αξίας χρόνου. Με άλλα λόγια, ο επενδυτής θα είχε όφελος 124 μονάδων (= 124 Χ 5 ευρώ = 620 ευρώ) εάν μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα, τη στιγμή που ο δείκτης διαπραγματεύεται στις 2.576 μονάδες.

Η τιμή διαπραγμάτευσης του συγκεκριμένου δικαιώματος (premium) στις 27 Ιανουαρίου στην Αγορά Παραγώγων του Χ.Α. κινήθηκε στα επίπεδα των 112 με 135 μονάδων δείκτη. Έστω ότι ο επενδυτής αγόρασε τελικά 9 δικαιώματα πώλησης για τα οποία δαπάνησε το τίμημα (premium) των 135 μονάδων ανά δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι το συνολικό κόστος του επενδυτή είναι 9 Χ 135 Χ 5 ευρώ = 6.075 ευρώ (εφόσον μια μονάδα του δείκτη αντιστοιχεί σε 5 ευρώ). Λόγω του γεγονότος ότι ο επενδυτής αγοράζει δικαιώματα προαίρεσης, ο κίνδυνός του περιορίζεται στο αρχικό κόστος της στρατηγικής. Έτσι, δεν υποχρεούται να δεσμεύσει κάποιο περιθώριο ασφάλισης υπέρ ΕΤΕΣΕΠ.

O FTSE/ASE Mid 40 στο επόμενο χρονικό διάστημα κινείται πτωτικά και τελικά μέχρι τις 8/3/2004 έχει παρουσιάσει πτώση κατά 200 περίπου μονάδες (που αντιστοιχούν σε απόδοση -8%). O επενδυτής, που εξακολουθεί να παρακολουθεί μέσω τεχνικής ανάλυσης τον δείκτη, εντοπίζει ένα «σήμα αγοράς» μέσω του δείκτη MACD, κάτι που ενδέχεται να καθορίζει βραχυπρόθεσμα το τέλος της πτωτικής πορείας του δείκτη. Έτσι, αποφασίζει να κλείσει τη θέση του, κλειδώνοντας τα ως εκείνη την ημέρα κέρδη από τα δικαιώματα.

Για το κλείσιμο της θέσης προβαίνει στην αντίθετη συναλλαγή. Έτσι, στις 8 Μαρτίου πουλά τα δικαιώματα πώλησης και εισπράττει το τίμημα διαπραγμάτευσης (premium). Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ο επενδυτής εισπράττει από την πώληση των δικαιωμάτων 9 x 285 x 5 ευρώ = 12.825 ευρώ, εφόσον το premium πώλησης ανέρχεται σε 285 μονάδες δείκτη (η εσωτερική αξία των δικαιωμάτων έχει αυξηθεί λόγω της πτώσης του δείκτη).

Αν αναλογιστούμε το αρχικό κόστος αγοράς των δικαιωμάτων, ο επενδυτής κλειδώνει έτσι κέρδος που ανέρχεται στα 12.825 - 6.075 = 6.750 ευρώ. Το κέρδος αυτό αντιστοιχεί σε μια απόδοση επί του αρχικού κεφαλαίου: 6.750/6.075 = 111%, τη στιγμή που ο δείκτης κατά την ίδια περίοδο παρουσίασε πτώση κατά 8%. Ας σημειώσουμε ότι ακόμη και σε περίπτωση που η αγορά είχε κινηθεί έντονα ανοδικά (ο δείκτης FTSE/ASE Mid 40 πάνω από τις 2.700 μονάδες στις 8 Μαρτίου), η μέγιστη ζημία του επενδυτή θα ήταν το αρχικό ποσό της επένδυσης, δηλαδή τα 6.075 ευρώ.

Asset Μanagement

VIDEO Επιλεγμένο Video